Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχισυντάκτης ο [arxisindáktis] Ο10 θηλ. αρχισυντάκτρια [arxisindá ktria] Ο27 : ο επικεφαλής των συντακτών εφημερίδας ή περιοδικού.
[λόγ. αρχι- + συντάκτης μτφρδ. γαλλ. rédacteur en chef· λόγ. αρχισυντάκ(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχισυντάκτης [arçisindáktis] ο, (& αρχισυντάχτης) (L)
- editor-in-chief, (managing) editor:
- ~εφημερίδας, περιοδικού |
- θ' αναλάμβανα ταχτική εργασία σ' ένα περιοδικό σαν ~ (Xenop) |
- παρά λίγο να κλείσει η Nέα Hμέρα, που εξακολουθούσα να είμαι ~ της (Melas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχισυντάκτης, cpd w. συντάκτης; cf Fr rédacteur en chef]
- editor-in-chief, (managing) editor: