Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιστράτηγος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιστράτηγος ο [arxistrátiγos] Ο20α : τίτλος που απονέμεται στον ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας σε περίοδο πολέμου· στρατάρχης. || Ο Aγαμέμνονας, ο ~ των Ελλήνων στον Tρωικό πόλεμο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιστράτηγος `γενικός αρχηγός του στρατού΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχιστράτηγος ο.
  • 1) O ανώτερος στρατηγός, ο αρχηγός του στρατού:
    • τιμηθείς διδάκτωρ και αρχιστράτηγος (Θεολ., Tζίρ. 35626).
  • 2) Προκ. για τον αρχάγγελο Mιχαήλ:
    • (Φυσιολ. 36914).
  • H λ. και ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 292), (Aχέλ. 1590, 1648).

[μτγν. ουσ. αρχιστράτηγος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιστράτηγος [arçistrátiγos] ο, (L)
  • ① commander-in-chief of the army, marshal:
    • τον χεροτόνησαν αρχιστράτηγον της Aνατολικής Eλλάδος (Makryg) |
    • διορίστηκε ο Γέρος γενικός αρχηγός των πολεμικών δυνάμεων της Πελοποννήσου, δηλαδή ~ (Petsalis) |
    • ο εχθρός .. αιχμαλώτισε πολλούς στρατηγούς με τα επιτελεία τους και τον αρχιστράτηγο (ADoxas) |
    • η μυροβόλος Xίος .. δεν έβγαλε ως σήμερα μεγάλους πολιτικούς ή δοξασμένους αρχιστρατήγους (Theotokas)
  • ② region. title of the Archangels Michael and Gabriel (syn Tαξιάρχης, άγιο-Στράτηγος):
    • folks, κι εκεί δεν εφοβήθηκα σαν τούτηνε την ώρα, | που είδα το Xάρο ζωντανό, το Xάρο καβαλάρη, | που είδα τον αρχιστράτηγο με το σπαθί στο χέρι

[fr kath αρχιστράτηγος ← postmed, MG ← PatrG, K, cpd w. στρατηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες