Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχισερβιτόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχισερβιτόρος [arçiservitόros] ο, (L)
  • headwaiter

[neol, cpd w. σερβιτόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες