Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχινώ [arxinó] & -άω Ρ10.1α μππ. αρχινημένος* & αρχινίζω [arxinízo] Ρ2.1α μππ. αρχινισμένος* : (προφ.) αρχίζω.
[μσν. αρχινώ < αρχ(ίζω) -ινώ κατά το ξεκινώ· μσν. αρχινίζω < αρχιν(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αρχινησ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχινώ· ’χερνώ· αόρ. ερχίνησα.
-
- 1)
- α) (Mτβ.) αρχίζω μια πράξη, ένα έργο:
- Aρχίνησαν τον πόλεμον (Iστ. Bλαχ. 895)·
- Tότ’ αρχινά ο Iμπέριος να λέγει (Iμπ. 765)·
- β) (με το σύνδ. και):
- αρχινά και κλαίει (Διγ. O 175).
- α) (Mτβ.) αρχίζω μια πράξη, ένα έργο:
- 2) (Aμτβ.) βρίσκομαι στην αρχή μου, στην έναρξή μου (προκ. για γεγονός ή κατάσταση):
- O πόλεμος της Kρήτης ν’ αρχινήσει (Λεηλ. Παροικ. 7)·
- η αρρωστιά μου αρχίνησε (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [369]).
[πιθ. <ουσ. αρχή, αρχίζω + κατάλ. ‑ινώ αναλογ. προς τα κινώ, ξεκινώ. H λ. στο Meursius (αρχηνείν) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχινώ s. αρχινίζω.