Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιμουσικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιμουσικός ο [arximusikós] Ο17 : διευθυντής ορχήστρας ή φιλαρμονικής.

[λόγ. αρχι- + μουσικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιμουσικός [arçimusikós] ο, (L)
  • ① orchestra conductor (syn μαέστρος):
    • της ποιήσεώς μας .. ~της ορχήστρας ο Σολωμός (Palam) |
    • κάτω από την μπαγκέτα των Γερμανών αρχιμουσικών το ιταλικό μελόδραμα παίρνει μιαν άλλη σημασία (Athanasiadis-N) |
    • καιρό είχαμε ν' ακούσομε ξένο αρχιμουσικό να διευθύνει την ορχήστρα μας (Giatras) |
    • κάποιος αθάνατος κι εξωτικός ~εναρμόνιζε τις φωνές με καταπληκτικήν επιδεξιότητα (MNikolaidis, adapted)
  • ② milit bandmaster, drum major

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιμουσικός, cpd w. μουσικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες