Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιμανδρίτης ο [arximanδrítis] Ο10 : εκκλησιαστικός τίτλος που δίνεται σε άγαμο κληρικό που έχει το βαθμό του πρεσβύτερου και που μπορεί να δοθεί και σε χήρο ιερέα: Ο ~ φοράει επανωκαλήμαυχο και επιγονάτιο. || ηγούμενος μονής.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιμανδρίτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιμανδρίτης ο· αρχιμαδρίτης.
-
- Aξίωμα μοναχικό και εκκλησιαστικό:
- αρχιμανδρίτης του Aγίου Tάφου (Συναδ. φ. 17v).
[<αρχι‑ + ουσ. μάνδρα. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Aξίωμα μοναχικό και εκκλησιαστικό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιμανδρίτης [arçiman∂rítis] ο, (& D αρχιμαντρίτης) (L) Gr Orthod Ch
- ecclesiastical office or title awarded to unmarried or widowed priests or monks, archimandrite:
- πες πως δεν είμαι ούτε μινίστρος ούτε αρχιμαντρίτης ούτε αρχηγός σου (Melas) |
- έδιναν και στον κλησιάρη καμπόσα, ο ~ μάλιστα με κάποιαν απλοχεριά (Panagiotop)
[fr kath αρχιμανδρίτης ← postmed, MG (also pap) ← PatrG, cpd w. PatrG μανδρίτης 'monk']
- ecclesiastical office or title awarded to unmarried or widowed priests or monks, archimandrite: