Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιμάγειρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιμάγειρας [arçimáyiras] ο, (& L αρχιμάγειρος)
  • head cook, chef:
    • ~της μονάδας, του ξενοδοχείου, του πλοίου |
    • "ετοίμασε διπλές ποσότητες", παράγγειλα στον αρχιμάγειρα (Tsirkas) |
    • τα δυο τσιγάρα, που ο αρχιμάγειρος έδινε ταχτικά του Δ., τα φύλαγε στην τσέπη του (AVlachos)

[fr postmed αρχιμάγειρας (des -μάγειρος) ← PatrG, K αρχιμάγειρος, cpd w. μάγειρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες