Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχικά1 [arçiká] adv (L)
- at the beginning, initially, originally (syn αρχικώς, syn phr στην αρχή):
- ~δυσάρεστο συναίσθημα |
- ~ βυζαντινή πολιτεία |
- το ~ κατασχεθέν κιβώτιο θα επιστραφεί σύντομα |
- η πρόταση για τη διεθνή σύσκεψη είχε γίνει ~ από τον Σοβιετικό πρόεδρο |
- ~το κίνημα ήταν εξόρμηση των μοναχών (Papatsonis) |
- η βραδιά μου .. δεν ήταν τόσο χαμένη όσο ~ το νόμισα (Thrylos) |
- οι κήποι της Iαπωνίας .. αναπτύχθηκαν ~γύρω από τους βουδιστικούς ναούς (Evelpidis) |
- συνήθως οι επαναστατικές μεταβολές .. είναι, ~τουλάχιστον, έργο μειοψηφιών (Nestor)
[der of αρχικός]
- at the beginning, initially, originally (syn αρχικώς, syn phr στην αρχή):
- αρχικά2 [arçiká] τα, (L)
- initial letters of name, initials:
- δυο ~μπλέκονταν εκεί ερωτικά το 'να μέσα στ' άλλο, "A.E." (Myriv) |
- την ίδια εντύπωση μας δίνει ένα άλλο βιβλίο, που δημοσίευσε τον ίδιο χρόνο .. μόνο με τα ~ του (Dimaras) |
- poem τ' ~σου διαβάζω στη μιαν άκρη γραμμένα (Zevgoli)
[fr kath (neol) τα αρχικά (sc γράμματα), substantiv. n of αρχικός]
- initial letters of name, initials:
- αρχικαγκελλαρία [arçikaŋɟelaría] η, (L) hist, obsol
- position, office, or residence of high chancellor of German states
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικαγκελλαρία, der of αρχικαγκελλάριος; MG καγκελαρία ← καντζελαρία (17th c., Kriaras' Lex)]
- αρχικαγκελλάριος [arçikaŋɟelários] ο, (L) hist, obsol
- high chancellor or prime minister of German (Austrian etc) states until World War I:
- ο αρχιεπίσκοπος του Mάιντς .. ως ~του γερμανικού κράτους έστεφε τους βασιλείς (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικαγκελλάριος, cpd w. MG (+) καγκελ(λ)άριος (& 17th c. καντζελάριος), this fr Lat cancellarius; cf ByzG πρωτοκαγκελλάριος & Ger Erzkanzler]
- high chancellor or prime minister of German (Austrian etc) states until World War I:
- αρχικάλπης [arçikálpis] ο,
- arch-deceiver, master swindler (syn αρχιαπατεώνας):
- ν' απομείνει πάνω στο νησί ο ένας, ο μοναδικός ~ που να μην έχει το ταίρι του στον κόσμο (Myriv)
[cpd w. κάλπης]
- arch-deceiver, master swindler (syn αρχιαπατεώνας):
- αρχικάρης, επίθ.
-
- Πρωτόπειρος, άπειρος:
- ευρίσκομαι εις όλα μου αρχικάρης (Xρον. Mορ. H 712).
[<αρχ. επίθ. αρχικός + κατάλ. ‑άρης· πβ. αρχάριος]
- Πρωτόπειρος, άπειρος:
- αρχικατάσκοπος ο [arxikatáskopos] Ο20α : κατάσκοπος με μεγάλη δράση ή ο επικεφαλής ομάδας κατασκόπων.
[λόγ. αρχι- + κατάσκοπος]
- αρχικατάσκοπος [arçikatáskopos] ο, (L)
- chief of spies, master spy
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικατάσκοπος, cpd w. κατάσκοπος]
- αρχικατεργάρης [arçikaterγáris] ο, pl αρχικατεργάρηδες & αρχικατεργαραίοι,
- lead galley slave:
- μπιστευτήκανε το σκέδιο μονάχα στους αρχικατεργαραίους του κάθε μπάγκου, που βαστούσανε την άκρη του κουπιού (Kontoglou)
[cpd w. κατεργάρης]
- lead galley slave: