Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχικά
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικά1 [arçiká] adv (L)
  • at the beginning, initially, originally (syn αρχικώς, syn phr στην αρχή):
    • ~δυσάρεστο συναίσθημα |
    • ~ βυζαντινή πολιτεία |
    • το ~ κατασχεθέν κιβώτιο θα επιστραφεί σύντομα |
    • η πρόταση για τη διεθνή σύσκεψη είχε γίνει ~ από τον Σοβιετικό πρόεδρο |
    • ~το κίνημα ήταν εξόρμηση των μοναχών (Papatsonis) |
    • η βραδιά μου .. δεν ήταν τόσο χαμένη όσο ~ το νόμισα (Thrylos) |
    • οι κήποι της Iαπωνίας .. αναπτύχθηκαν ~γύρω από τους βουδιστικούς ναούς (Evelpidis) |
    • συνήθως οι επαναστατικές μεταβολές .. είναι, ~τουλάχιστον, έργο μειοψηφιών (Nestor)

[der of αρχικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικά2 [arçiká] τα, (L)
  • initial letters of name, initials:
    • δυο ~μπλέκονταν εκεί ερωτικά το 'να μέσα στ' άλλο, "A.E." (Myriv) |
    • την ίδια εντύπωση μας δίνει ένα άλλο βιβλίο, που δημοσίευσε τον ίδιο χρόνο .. μόνο με τα ~ του (Dimaras) |
    • poem τ' ~σου διαβάζω στη μιαν άκρη γραμμένα (Zevgoli)

[fr kath (neol) τα αρχικά (sc γράμματα), substantiv. n of αρχικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικαγκελλαρία [arçikaŋɟelaría] η, (L) hist, obsol
  • position, office, or residence of high chancellor of German states

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικαγκελλαρία, der of αρχικαγκελλάριος; MG καγκελαρία ← καντζελαρία (17th c., Kriaras' Lex)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικαγκελλάριος [arçikaŋɟelários] ο, (L) hist, obsol
  • high chancellor or prime minister of German (Austrian etc) states until World War I:
    • ο αρχιεπίσκοπος του Mάιντς .. ως ~του γερμανικού κράτους έστεφε τους βασιλείς (Kanellop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικαγκελλάριος, cpd w. MG (+) καγκελ(λ)άριος (& 17th c. καντζελάριος), this fr Lat cancellarius; cf ByzG πρωτοκαγκελλάριος & Ger Erzkanzler]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικάλπης [arçikálpis] ο,
  • arch-deceiver, master swindler (syn αρχιαπατεώνας):
    • ν' απομείνει πάνω στο νησί ο ένας, ο μοναδικός ~ που να μην έχει το ταίρι του στον κόσμο (Myriv)

[cpd w. κάλπης]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχικάρης, επίθ.
  • Πρωτόπειρος, άπειρος:
    • ευρίσκομαι εις όλα μου αρχικάρης (Xρον. Mορ. H 712).

[<αρχ. επίθ. αρχικός + κατάλ. άρης· πβ. αρχάριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχικατάσκοπος ο [arxikatáskopos] Ο20α : κατάσκοπος με μεγάλη δράση ή ο επικεφαλής ομάδας κατασκόπων.

[λόγ. αρχι- + κατάσκοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικατάσκοπος [arçikatáskopos] ο, (L)
  • chief of spies, master spy

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικατάσκοπος, cpd w. κατάσκοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικατεργάρης [arçikaterγáris] ο, pl αρχικατεργάρηδες & αρχικατεργαραίοι,
  • lead galley slave:
    • μπιστευτήκανε το σκέδιο μονάχα στους αρχικατεργαραίους του κάθε μπάγκου, που βαστούσανε την άκρη του κουπιού (Kontoglou)

[cpd w. κατεργάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες