Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιθύτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αρχιθύτης ο.
  • Αρχιερέας, αρχιεπίσκοπος:
    • (Aρσ., Kόπ. διατρ. [687], [1293]).

[<αρχι‑ + ουσ. θύτης. H λ. σε επιγρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες