Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιθύτης ο.
-
- Αρχιερέας, αρχιεπίσκοπος:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [687], [1293]).
[<αρχι‑ + ουσ. θύτης. H λ. σε επιγρ.]
- Αρχιερέας, αρχιεπίσκοπος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αρχι‑ + ουσ. θύτης. H λ. σε επιγρ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |