Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιεργάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιεργάτης ο [arxierγátis] Ο10 θηλ. αρχιεργάτρια [arxierγátria] Ο27 : ο επικεφαλής ομάδας εργατών, ο επιστάτης: Είναι ~ σε τυπογραφείο / σε οικοδομική εταιρεία.

[λόγ. αρχι- + εργάτης· λόγ. αρχιεργά(της) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιεργάτης [arçierγátis] ο,
  • chief worker, foreman (near-syn πρωτομάστορας):
    • ειδικευμένος ~ |
    • ~ τυπογραφείου |
    • καμιά εικοσιπενταριά Έλληνες εργάτες .. ήρθαν σε σύγκρουση με τον αρχιεργάτη τους (Charis) |
    • έπρεπε να σωπαίνει στις .. άδικες παρατηρήσεις του αρχιεργάτη (Nakou) |
    • έμαθα αυτή τη δουλειά και καλύτερα μπορώ να πω και απ' τον αρχιεργάτη (Voutyras)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιεργάτης, cpd w. εργάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες