Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιερατεία η [arxieratía] Ο25 : το αξίωμα του αρχιερέα και η χρονική περίοδος κατά την οποία είναι αρχιερέας.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατεία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιερατεία [arçieratía] η, (L) eccl
- office, rank, or service of an ecclesiastical prelate, prelacy (syn αρχιεροσύνη):
- εικοσαετής ~ |
- κατάλογος εκλογίμων για ~ |
- έκανε πολλές αλλαγές κατά τα χρόνια της αρχιερατείας του
[fr kath αρχιερατεία ← postmed (Somavera) ← PatrG, K, cpd w. ιερατεία 'priesthood']
- office, rank, or service of an ecclesiastical prelate, prelacy (syn αρχιεροσύνη):