Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιερέας ο [arxieréas] Ο21 : α.γενική ονομασία ανώτατων κληρικών της ορθόδοξης εκκλησίας. β. (ιστ.) στους Iουδαίους και σε άλλους αρχαίους λαούς, ο επικεφαλής των ιερέων.
[λόγ. < αρχ. ἀρχιερεύς, αιτ. -έα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιερέας [arçieréas] ο, (& αρχιερεύς) gen αρχιερέα & αρχιερέως, pl αρχιερείς, (L)
- ① relig high priest or clergyman, prelate, pontiff (syn ιεράρχης):
- μεγάλος ~ |
- δέηση αρχιερέως |
- ο B., σαν ~Άνας, .. γέμισε τη σκηνή μ' ατμόσφαιρα ιεροπρεπείας (Melas) |
- ο καρδινάλιος ~ της μητρόπολης έψαλε τον εσπερινό (Athanasiadis-N) |
- ο αρχιερεύς θέλησε .. να μάθει τ' αμαρτήματά του (ChZalokostas) |
- την αρραβωνιάζουν οι αρχιερείς με το γέρο Iωσήφ, το μαραγκό (Dafni) folks. σημαίνει κι η Aγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, | με δεκοχτώ αρχιερείς και μ' εκατό παπάδες
- ② fig head of movement, high priest, leader (near-syn αρχηγέτης 2):
- ο Έλιοτ, .. αυτός ο ~ο πρωτομάστορας του νέου ποιητικού λόγου (Charis) |
- οι αρχιερείς της Δεξιάς διαπράττουν τις κερδοφόρες σιμωνίες του (Ploritis) [fr kath αρχιερεύς ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG (sp. αρχιιρεύς in IGRom 4.882); der αρχιερεύω 'be high priest' Gal. 13.600 (syn αρχιερατεύω
- ① relig high priest or clergyman, prelate, pontiff (syn ιεράρχης):