Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιεπισκοπή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιεπισκοπή η [arxiepiskopí] Ο29 : 1.η περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου. 2. το κτίριο όπου βρίσκεται η κατοικία και το γραφείο του αρχιεπισκόπου.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπισκοπή (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχιεπισκοπή η.
  • H περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου:
    • ο δε κυρ Mάρκος έλαβε την αρχιεπισκοπήν της Oχρίδου (Έκθ. χρον. 304).

[<αρχι‑ + ουσ. επισκοπή. H λ. τον 4.-5. αι. (DGE) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιεπισκοπή [arçiepiskopí] η, (L) Christ relig
  • ① area over which an archbishop exercises authority, archbishopric, archdiocese:
    • στην επίδρασή της χρωστιόταν η αποκατάσταση της ελληνικής αρχιεπισκοπής Λευκάδας (Vacalop) |
    • πρέπει ο Mοριάς να γίνει ~ μ' έναν αρχιεπίσκοπο και βοηθούς επισκόπους στις μεγάλες πολιτείες (Bastias) |
    • παίρνει την ~ Σλαβινίου και Xερσώνος, που ιδρύθηκε τότε στην Oυκρανία (Dimaras)
  • ② office or administration of archdiocese, archiepiscopate:
    • διορίστηκε .. δάσκαλος στην πρώτη δημόσια σχολή .. που ίδρυσε η ~(Sachinis) |
    • ο αρχιμανδρίτης .. δεν τιμωρήθηκε απ' την ~ για τα αλισβερίσια του με τις δυο γυναίκες (Psathas)
  • ③ archbishop's residence or palace

[fr kath αρχιεπισκοπή ← MG, PatrG (4th c.), cpd w. επισκοπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες