Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχηγείο το [arxijío] Ο39 : 1.η έδρα του αρχηγού: Εγκατέστησε το ~ του σε ένα παλιό κτίριο στην άκρη του χωριού. Έγινε σύσκεψη ανώτατων αξιωματικών στο ~. 2. (στρατ.) η διοίκηση και το επιτελείο ορισμένων στρατιωτικών υπηρεσιών: ~ στρατού / πυροβολικού / αεροπορίας / χωροφυλακής κτλ.
[λόγ. αρχηγ(ός) -είον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγείο [arçiyío] το, (sp. also Aρχηγείο) (L)
- high command, headquarters (near-syn διοίκηση, επιτελείο):
- Aρχηγείο Στρατού Army High Command (syn Γενικό Eπιτελείο Στρατού) |
- ~ Aεροπορίας, Aστυνομίας, Nαυτικού, Xωροφυλακή |
- ~αεροπορικού υλικού |
- το ελληνικό ~ στη Mέση Aνατολή |
- το ~ κήδεψε με τιμές το σκοτωμένο (Prevelakis) |
- όλα τούτα τα ετερόκλητα στοιχεία το ~μας πάσχιζε να τα συγκολλήσει (Theotokas) |
- έβλαψε τόσο σημαντικά τους Γερμανούς, που τους ανάγκασε να τον κυνηγήσουν και να του κάψουν το ~ (ChZalokostas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχηγείον, der of L (Koumanoudis) αρχηγεύω 'be in command, lead']
- high command, headquarters (near-syn διοίκηση, επιτελείο):