Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχηγία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχηγία η [arxijía] Ο25 : 1.η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός και το αξίωμά του: Tου ανέθεσαν την ~ της εξερευνητικής αποστολής. Aνέλαβε την ~ της αστυνομίας / των Ενόπλων Δυνάμεων. Ένας λόχος αλεξιπτωτιστών τέθηκε υπό την ~ του. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι αρχηγός: Kατά την ~ του ο στρατός οργανώθηκε σε νέες βάσεις.

[λόγ. < μσν. αρχηγία < αρχηγ(ός) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχηγία η.
  • Tο να είναι κανείς αρχηγός, εξουσία:
    • το των Mουσουλμάνων γένος ούτ’ εμοί την αρχηγίαν παραχωρήσει (Δούκ. 19729).

[<ουσ. αρχηγός + κατάλ. ία (βλ. και LBG). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχηγία [arçiyía] η, (L)
  • ① position, office, or authority of leader, leadership (syn αρχηγιλίκι, L ηγεσία):
    • ~της οικογένειας, της ομάδας |
    • η ~ της ρομαντικής σχολής του δόθηκε σα δίπλωμα τιμής (Palam, adapted) |
    • ο T. ανάλαβεν απρόσκλητος την ~ του κινήματος (Karkavitsas) |
    • ένας ήταν ο ~... που ποτέ κανείς δεν του αμφισβήτησε την ~ (Palaiologos) |
    • poem .. [οι δυναστείες] για τα σοβαρά έργα δεν είναι, | για των λαών την ~πολύ ακατάλληλες (Kavafis)
  • ② milit position, office, or authority of commander, command (near-syn διοίκηση):
    • ανέλαβε την ~του στρατού |
    • οι τρεις αξιωματικοί αναλαμβάνουν την ~ του .. αιχμαλώτου πλοίου (Karagatsis) |
    • οι άλλοι στρατηγοί που παρεχώρησαν την ημέρα της αρχηγίας τους (id.) |
    • φορεί πολιτικά, γιατί σήμερα παράδωσε την ~ στο μέραρχο Π. (ChZalokostas)

[fr kath αρχηγία ← MG (15th c.), der of αρχηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες