Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχηγέτης ο [arxijétis] Ο10 θηλ. αρχηγέτιδα [arxijétiδa] Ο28 : 1.(ιστ.) ο ιδρυτής, ο οικιστής μιας πόλης· γενάρχης. 2. ο ηγεμόνας, ο αρχηγός.
[λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτης· λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτις, αιτ. -ιδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγέτης [arçiyétis] ο, (L)
- ① founder of a clan or dynasty, ancestor, father (near-syn πρόγονος):
- είχε διηγηθεί τις ιστορίες του μυθικού αρχηγέτη τους Hρακλή στο έπος Hράκλεια (Karouzos) |
- ο Mίνωας θεωρείται ~ των Kρητών (Varelas) |
- την πολιτεία τούτη είχε ιδρύσει ο μεγάλος ~ της γενιάς του ο Aλέξανδρος (Roussos)
- ② first or chief exponent of, leader, originator, father (near-syn ηγέτης, πατέρας):
- ο Παλαμάς ήταν ο αναγνωρισμένος ~της νέας αθηναϊκής σχολής |
- οι δυο αρχηγέτες της νεοελληνικής ποιήσεως, ο Kάλβος και ο Σολωμός, μας είναι ανεπαρκώς γνωστοί (Dimaras) |
- ο Δανός ιδρυτής και ~του υπαρξισμού έγινε αντικείμενο μελέτης στα γερμανικά πανεπιστήμια (Theodorakop) |
- αναγνωρίζει ως αρχηγέτη της αληθινής νομοθεσίας τον Zωροάστρη (Georgoulis)
[fr kath αρχηγέτης ← MG (4th c.), PatrG ← K (also pap), AG ἀρχηγέτης]
- ① founder of a clan or dynasty, ancestor, father (near-syn πρόγονος):