Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχειοφύλακας ο [arxiofílakas] Ο5 : υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί η ταξινόμηση και η φύλαξη αρχείου (κυρ. δημόσιας αρχής ή υπηρεσίας).
[λόγ. < ελνστ. ἀρχειοφύλαξ, αιτ. -ακα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχειοφύλακας [arçiofílakas] ο, (L)
- keeper of archives or records, archivist (syn αρχειακός1):
- διορίζεται ~και βιβλιοφύλακας στο αναγνωστήριο της Bουλής (Melas)
[fr kath αρχειοφύλαξ ← MG (6th c.), cpd w. φύλαξ]
- keeper of archives or records, archivist (syn αρχειακός1):