Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχειοθετώ [arxioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : καταρτίζω αρχείο, τοποθετώ σε αρχείο ένα υλικό που έχει συλλεγεί: Tο υλικό της μελέτης δεν έχει ακόμη αρχειοθετηθεί. Tα έγγραφα πρέπει να αρχειοθετηθούν.
[λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θετώ απόδ. γαλλ. archiver]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχειοθετώ [arçioθetό] αρχειοθετεί, pass 3sg αρχειοθετείται, ipf αρχειοθετείτο, aor αρχειοθετήθηκε (subj αρχειοθετηθεί), (L)
- preserve and arrange systematically, place in an archive, file:
- ~αποδείξεις, έγγραφα, συμβόλαια |
- οι μαγνητοταινίες αρχειοθετούντο σε ειδικό κωδικοποιημένο αρχείο |
- οι γλωσσικοί ήχοι αποθηκεύτηκαν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και αρχειοθετήθηκαν |
- τα ονόματα Eλλήνων επιστημόνων του εξωτερικού μαζί με τα προσόντα τους θα αρχειοθετηθούν
[fr kath (neol) αρχειοθετώ, der of *αρχειοθέτης; cf διευθετώ, τοποθετώ etc]
- preserve and arrange systematically, place in an archive, file: