Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχειοθήκη η [arxioθí
i] Ο30 : ειδική κατασκευή (συνήθ. έπιπλο), όπου φυλάσσονται τα έγγραφα αρχείου: Mεταλλική / ξύλινη ~. [λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θήκη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχειοθήκη [arçioθíci] η, (L)
- ① filing cabinet, file:
- αναστάτωσε τα γραφεία, τα συρτάρια και τις αρχειοθήκες |
- ανέβηκε στην καρέκλα και πήρε [τα ντοσιέ] από την ~(Samarakis)
- ② fig place in which items or ideas are pigeonholed or left for an indefinite period (syn χρονοντούλαπο):
- η πεποίθηση ότι η ιστορία πλάθεται από μερικές εξαιρετικά προικισμένες προσωπικότητες, ανήκει στην ~των ιδεών (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειοθήκη, cpd w. θήκη]
- ① filing cabinet, file: