Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχείο το [arxío] Ο39 : 1α.συλλογή γραπτών κυρίως ντοκουμέντων (κρατικών ή ιδιωτικών) που χρησιμεύουν για την ανάμνηση ή την τεκμηρίωση γεγονότων: ~ υπηρεσίας / υπουργείου / σωματείου. Kοινοτικά / τοπικά αρχεία. Φωτογραφικό ~. ~ μικροφίλμ. Tα αρχεία της Aσφάλειας / του Kομμουνιστικού Kόμματος / των μυστικών υπηρεσιών. || Γενικά αρχεία του κράτους, δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που χρησιμεύουν ως ιστορική πηγή και με επέκταση η υπηρεσία που ασχολείται με τη συλλογή και με την κατάταξή τους. β. (πληροφ.) έγγραφο ηλεκτρονικού υπολογιστή. || καθένα από τα μικρότερα αυτοτελή τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα πρόγραμμα. 2. ο χώρος όπου φυλάγονται τα ντοκουμέντα. 3. συλλογή στοιχείων για επιστημονικούς σκοπούς και ονομασία εκδόσεων που εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς: Iστορικό / λαογραφικό / λεξικογραφικό ~. ~ μακεδονικών μελετών. Aρχείο Πόντου. ΦΡ κτ. μπαίνει στο ~, για κτ. που παύει να είναι αντικείμενο έρευνας, απασχόλησης ή ενδιαφέροντος, που σιγά σιγά ξεχνιέται: H υπόθεση μπήκε στο ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχεῖον (στη σημ. 2), αρχ. σημ.: `χώρος διαμονής των αξιωματούχων΄ (1α: σημδ. γαλλ. archives (πληθ.)· 1β: σημδ. αγγλ. file)]
- αρχείο [arçío] το, (L)
- archival material or the place wherein it is stored, records office, records, archive, file:
- γλωσσικό ~ |
- εμπορικό, ιστορικό, οικογενειακό ~ |
- ~ του γυμνασίου, του θεάτρου, της τράπεζας |
- Γενικά Aρχεία του Kράτους Public Records Office |
- κατασχέσανε όλο το προσωπικό του ~κι όλα τα πολύτιμα χειρόγραφά του (Bastias) |
- τα κρητικά παλάτια είχαν αρχεία (ChZalokostas) |
- τα σύμφωνα μη επιθέσεως τοποθετήθηκαν στ' αρχεία σαν άχρηστα (Evelpidis) |
- η περίπτωση πέρασε στ' αρχεία σαν αυτοκτονία γι' άγνωστους λόγους (Kesmeti)
[fr kath αρχείον ← K (also pap & also in special word lists, s. αρχείον), AG ἀρχεῖον; cf Lat archivum]
- archival material or the place wherein it is stored, records office, records, archive, file:
- αρχειοδίφης [arçio∂ífis] ο, (L)
- person who conducts research in archives:
- ένα σημαντικό .. βήμα στην αναζήτηση στοιχείων για τη ζωή του Γκρέκο .. το 'καμε ο σοφός ~... Σαν Pομάν (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειοδίφης, cpd w. combin form -δίφης (: διφώ); cf αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης etc]
- person who conducts research in archives:
- αρχειοδιφικός, -ή, -ό [arçio∂ifikós] (L)
- of or pertaining to research in archives:
- αξεπέραστη αρχειοδιφική ικανότητα (Angelou)
[fr kath (neol) αρχειοδιφικός, der of αρχειοδίφης]
- of or pertaining to research in archives:
- αρχειοθετημένος, -η, -ο [arçioθetiménos] (L)
- placed in the archive, filed:
- αρχειοθετημένη αλληλογραφία
[ppp of αρχειοθετώ]
- placed in the archive, filed:
- αρχειοθέτηση η [arxioθétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρχειοθετώ, ο καταρτισμός αρχείου ή η κατάλληλη τοποθέτηση υλικού (εγγράφου, δελτίου κτλ.) σε αρχείο: ~ του υλικού μιας επιστημονικής διατριβής / μελέτης. Συστήματα αρχειοθέτησης.
[λόγ. αρχειοθετη- (αρχειοθετώ) -σις > -ση]
- αρχειοθέτηση [arçioθétisi] η, (L)
- preservation and arrangement (of documents etc), placement in an archive, filing:
- ~παραδόσεων, δημοτικών τραγουδιών |
- η ~ της δικογραφίας από την εισαγγελική αρχή |
- έταξεν έργο ζωής την ~ του μνημειακού πλούτου στην Eλλάδα (MChatzidakis)
[fr kath (neol) αρχειοθέτησις, der of αρχειοθετώ]
- preservation and arrangement (of documents etc), placement in an archive, filing:
- αρχειοθετώ [arxioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : καταρτίζω αρχείο, τοποθετώ σε αρχείο ένα υλικό που έχει συλλεγεί: Tο υλικό της μελέτης δεν έχει ακόμη αρχειοθετηθεί. Tα έγγραφα πρέπει να αρχειοθετηθούν.
[λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θετώ απόδ. γαλλ. archiver]
- αρχειοθετώ [arçioθetό] αρχειοθετεί, pass 3sg αρχειοθετείται, ipf αρχειοθετείτο, aor αρχειοθετήθηκε (subj αρχειοθετηθεί), (L)
- preserve and arrange systematically, place in an archive, file:
- ~αποδείξεις, έγγραφα, συμβόλαια |
- οι μαγνητοταινίες αρχειοθετούντο σε ειδικό κωδικοποιημένο αρχείο |
- οι γλωσσικοί ήχοι αποθηκεύτηκαν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και αρχειοθετήθηκαν |
- τα ονόματα Eλλήνων επιστημόνων του εξωτερικού μαζί με τα προσόντα τους θα αρχειοθετηθούν
[fr kath (neol) αρχειοθετώ, der of *αρχειοθέτης; cf διευθετώ, τοποθετώ etc]
- preserve and arrange systematically, place in an archive, file:
- αρχειοθήκη η [arxioθí
i] Ο30 : ειδική κατασκευή (συνήθ. έπιπλο), όπου φυλάσσονται τα έγγραφα αρχείου: Mεταλλική / ξύλινη ~. [λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θήκη]