Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαϊστικός -ή -ό [arxaistikós] Ε1 : που μιμείται αρχαία πρότυπα, και ιδίως που μιμείται την αρχαία ελληνική γλώσσα: Aρχαϊστική τέχνη. Aρχαϊστικό ύφος.
[λόγ. αρχαϊστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαϊστικός, -ή, -ό [arxaistikós] (L)
- ① imitative of archaic style, characterized by archaisms, archaistic (syn αρχαΐζων 1):
- αρχαϊστική γλώσσα |
- αρχαϊστική λεξιθηρία |
- αρχαϊστική γραμματεία, διατύπωση |
- αρχαϊστικό ιδανικό, κείμενο |
- ~ γραπτός λόγος |
- αρχαϊστικό κλιτικό σύστημα |
- αντίθετη με το αρχαϊστικό αυτό ρεύμα ήταν άλλη κίνηση, .. η δημοτικιστική (Delmouzos) |
- η αρχαϊστική τάση καθρεφτίζεται χαρακτηριστικά .. στην παιδεία (Geros) |
- ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη ν' απολογηθεί στο ακροατήριό του, το θρεμμένο συνήθως με αρχαϊστικά έργα (Dimaras)
- ② AG art characterized by a tendency to return to or imitate the style of preclassical Greek art (syn αρχαΐζων 2):
- αρχαϊστική κεφαλή Eρμού ..., ίσως ακόμα του πέμπτου αιώνα π.X. (Karouzos) |
- από το έργο του Aλκαμένη γνωστές κυρίως είναι οι αρχαϊστικές του δημιουργίες (Despinis) |
- μία και μόνη αίθουσα εστέγαζε παλαιότερα όλα τα αρχαϊκά, αλλά και τα αρχαϊστικά γλυπτά του Eθνικού Mουσείου (Karouzou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαϊστικός, der of αρχαϊστής]
- ① imitative of archaic style, characterized by archaisms, archaistic (syn αρχαΐζων 1):