Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαϊστής ο [arxaistís] Ο7 : αυτός που στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο επιδιώκει τη μίμηση της γλώσσας της κλασικής αρχαιότητας.
[λόγ. < γαλλ. archaïste < archa(ïsme) = αρχα(ϊσμός) -iste = -ιστής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαϊστής [arxaistís] ο, (L)
- person who advocates the return to the ancient (Greek) language and culture (syn phr αρχαιόγλωσσος συγγραφέας):
- η κωμωδία τιμήθηκε .. όχι μόνο μέσα στο φαναριώτικο κλίμα .. αλλά και από τους αρχαϊστές (Dimaras) |
- αυτό το Φεραίος του το κόλλησε η παράδοση των αρχαϊστών (Melas) |
- του ρίχνονται αμέσως οι αρχαϊστές, που ούτε ν' ακούσουν δεν ήθελαν για τη δημοτική (Fteris) |
- οι αρχαϊστές στηρίζουν τις ελπίδες των στο σχολειό (Glinos, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαϊστής, der of αρχαΐζω]
- person who advocates the return to the ancient (Greek) language and culture (syn phr αρχαιόγλωσσος συγγραφέας):