Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαϊσμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαϊσμός ο [arxaizmós] Ο17 : τάση μίμησης των αρχαίων (στα ήθη, στην τέχνη, στην έκφραση κ.ά.). || (ειδικότ.) η χρήση απαρχαιωμένων, ξεπερασμένων τρόπων έκφρασης (λέξεων, φράσεων, τύπων, συντάξεων κ.ά.): Tο κείμενο είναι γεμάτο αρχαϊσμούς.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχαϊσμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαϊσμός [arxaizmós] ο, (L)
  • ① archaizing tendency or style, archaism (near-syn αρχαιοτροπία):
    • γλωσσικός ~ |
    • αδιάλλακτος, εξωφρενικός ~ |
    • πνεύμα αρχαϊσμού |
    • κοντά στον ανθρωπισμό και τον αρχαϊσμό εκείνο, που χαρακτηρίζει την σκέψη του Πλήθωνος, είναι και ο ορθολογισμός του (Georgoulis) |
    • η μεταφυσική είχε κρατήσει ακόμα πολύ αρχαϊσμό και επιβολή θεολογική (Theodoridis) |
    • οι οπαδοί του αρχαϊσμού πιστεύουν πως μέσα από την αρχαία γλώσσα θ' αναστηθεί το δοξασμένο αρχαίο γένος (Dimaras)
  • ② element fr an early stage of the language, antiquated word or expression, archaism (syn αρχαιολογισμός, mostly in pl syn phr αρχαιοπινή στοιχεία, αρχαιοπινείς λέξεις):
    • υπάρχουν πολλοί αρχαϊσμοί στις νεοελληνικές διαλέκτους |
    • οι ποιητής έχει αρκετούς αρχαϊσμούς και κάποιες αδεξιότητες (Dimaras) |
    • η χρήση αυτή της λέξης από τους βυζαντινούς συγγραφείς αποτελεί αρχαϊσμό (NMPanagiotakis, adapted)
  • ③ AG art tendency to return to or imitate the style of preclassical Greek art, archaizing style:
    • καταλαβαίνει ο Πλάτων πως δεν είναι δυνατό στην εποχή του να ξαναγυρίσουμε στην τεχνική του αρχαϊσμού στη γλυπτική (Andronikos) |
    • στην αυτοκρατορική περίοδο .. έχουμε .. και αρχαϊσμό στις επιγραφές (Charitonidis) |
    • καλό αττικό έργο του πρώιμου αρχαϊσμού, γύρω στα 470 π.X. (Karouzou)

[fr kath αρχαϊσμός ← PatrG, K ἀρχαϊσμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες