Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιότητα η [arxeótita] Ο28 : 1.η αρχαία εποχή και ιδιαίτερα η κλασική: H ελληνική / η κλασική / η ρωμαϊκή ~. 2. η ιδιότητα του αρχαίου, η παλαιότητα: Οι αρχαιολόγοι προσδιόρισαν την ~ των ευρημάτων. 3. (συνήθ. πληθ.) προϊόντα αρχαίου πολιτισμού που διασώθηκαν: Οι αρχαιότητες της Ελλάδας / της Aιγύπτου / της Σικελίας. Εφορεία αρχαιοτήτων, τμήμα της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας. 4. η χρονική προτεραιότητα στο διορισμό ή στην προαγωγή μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου βαθμού: Για τις προαγωγές παίρνεται σοβαρά υπόψη η ~. (έκφρ.) κατ΄ ~, με βάση την αρχαιότητα.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀρχαιότης, αιτ. -ητα `παλιά ιστορία΄ & σημδ. γαλλ. anti quité· 3: σημδ. γαλλ. antiquités (πληθ.)· 4: σημδ. αγγλ. seniority]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιότητα [arçeόtita] η, (& αρχαιότης) pl αρχαιότητες, (L)
- ① quality or state of being ancient, great age, antiquity, ancientness (near-syn παλαιότητα):
- η ~του αγάλματος, της μονής |
- η ~ της ελληνικής παροικίας της Aιγύπτου |
- έχτισαν ένα τζαμί, το τρίτο σε ~ .. τζαμί του κόσμου (Evelpidis) |
- η μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση δείχνει έμμεσα και την ~ ενός γνωρίσματος (Poulianos)
- ⓐ priority of office or service, seniority:
- προαγωγή κατ' ~| πίνακας αρχαιότητας seniority list |
- δεν πήραν υπόψη την ~ του υποδιευθυντή
- ② the times of classical antiquity, ancient times:
- οι ποιητές, οι σοφοί της αρχαιότητας |
- δεν έχει μικρότερη σκηνική αξία η σκέψη του να μεταφέρει το δημοτικό τραγούδι στην ~(Athanasiadis-N) |
- οι αγώνες αυτοί ήταν μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων πανελληνίων αγώνων, που ετελούντο στην ~ (Varelas) |
- ο Ήρωνας ήταν ο μεγαλύτερος μηχανικός της αρχαιότητας, ύστερα απ' τον Aρχιμήδη (Evelpidis, adapted)
- ⓑ the people or culture of classical antiquity:
- το πνεύμα της αρχαιότητας |
- η ~ δεν άργησε να καταλάβει πως το εμπόριο γέννησε τα ταξίδια (Athanasiadis-N) |
- η Γαλλική Aκαδημία δημιούργησε μια κατηγορία πανηγυρικών λόγων, που δεν γνώριζε η ~ (Tsatsos) |
- πρώτα η ελληνική αρχαιότης και ύστερα η ρωμαϊκή .. είναι στοιχεία ζωής, μορφής και νοήματος (Theodorakop) |
- η ~ θεωρούσε τα αγάλματα αυτά ως τ' αριστουργήματα του Πραξιτέλους (ChZalokostas, adapted)
- ③ pl αρχαιότητες οι, ancient monuments or relics, antiquities (syn τα αρχαία):
- στην Aθήνα .. έχετε αρχαιότητες (Xenop) |
- η Eφορεία Aρχαιοτήτων Kαβάλας νοίκιασε ένα ισόγειο .. για τη στέγαση και αποθήκευση των αρχαιοτήτων (DLazaridis)
[fr kath αρχαιότης ← PatrG, K (also pap), AG ἀρχαιότης]
- ① quality or state of being ancient, great age, antiquity, ancientness (near-syn παλαιότητα):