Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιρεσίες οι [arxeresíes] Ο25 : εκλογική διαδικασία κατά την οποία αναδεικνύονται διοικητικά συμβούλια ή προεδρεία σε συλλόγους, συνδικάτα, σωματεία και γενικότερα σε συγκροτημένα σώματα: Kατά τις ~ του σωματείου εκλέχτηκε νέο διοικητικό συμβούλιο.
[λόγ. πληθ. < αρχ. ἀρχαιρεσία (πληθ. κατά το εκλογές)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιρεσίες [arçeresíes] οι, f (L)
- elections of officers of an association (society, club etc) (syn εκλογή):
- είχαμε ~στο σύλλογο, αλλά δεν παρουσιάστηκες
[fr kath αρχαιρεσίαι ← K (also pap), AG ἀρχαιρεσίαι; bes τa ἀρχαιρέσια]
- elections of officers of an association (society, club etc) (syn εκλογή):