Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιομαθής [arçeomaθís] ο, η, (L)
- person knowledgeable in or studying matters of (classical) antiquity (near-syn αρχαιογνώστης):
- θα κάνει ν' ανοίξουν μεγάλα τα μάτια τους οι σοφοί μας αρχαιομαθείς (Myrtiotissa)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιομαθής, cpd w. combin form -μαθής; cf γλωσσομαθής, νομομαθής, πολυμαθής etc]
- person knowledgeable in or studying matters of (classical) antiquity (near-syn αρχαιογνώστης):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιομαθής -ής -ές [arxeomaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αρχαιομάθεια. α. που γνωρίζει καλά τα σχετικά με την αρχαιότητα (ιδίως την ελληνική και τη ρωμαϊκή). || (ως ουσ.) ο αρχαιομαθής. β. που γνωρίζει καλά την αρχαία ελληνική γλώσσα. || (ως ουσ.) ο αρχαιομαθής.
[λόγ. αρχαιο- + -μαθής]