Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιολόγος ο [arxeolóγos] Ο18 θηλ. αρχαιολόγος [arxeolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη των μνημείων της αρχαιότητας.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχαιολόγος `παλαιοβιβλιοπώλης΄ σημδ. γαλλ. archéologue (< archéologie = αρχαιολογία)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιολόγος [arçeolόγos] ο, η, (L)
- archaeologist:
- εδώ βλέπετε και τους αρχαιολόγους διστακτικούς, όταν πρόκειται ν' αναστηλώσουν τα μάρμαρα, που γκρέμισαν οι αιώνες (Palaiologos) |
- η ~δεν έλεγε να παραδεχτεί την ήττα της (PIoannidis)
[fr kath αρχαιολόγος ← MG (9th c.) αρχαιολόγος adj]
- archaeologist: