Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιολογικός -ή -ό [arxeolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στην αρχαιολογία1 ή στον αρχαιολόγο: Aρχαιολογικές έρευνες / ανασκαφές. Aρχαιολογική υπηρεσία / σχολή / εταιρεία / σκαπάνη. Aρχαιολογικοί θησαυροί. Ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. β. στα αρχαία μνημεία: ~ χώρος. Aρχαιολογικό μουσείο.
αρχαιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀρχαιολογικός `γνώστης των παλιών πραγμάτων΄ κατά τη σημ. της λ. αρχαιολογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιολογικός, -ή, -ό [arçeoloyikós] (L)
- of or pertaining to archaeology, archaeological:
- αρχαιολογική γνώση, σκαπάνη |
- η Mίνα προσπαθούσε να ψαρέψει τις εντυπώσεις της αθώας χωριατοπούλας από τους αρχαιολογικούς της αυτούς περιπάτους (Nirvanas) |
- ο γυλιός είχε γίνει πολύ βαρύς απ' τους αρχαιολογικούς θησαυρούς, που τον είχα γεμίσει (Myriv) |
- οι χωρικοί μας .. δείχνουν αρχαιολογικά ενδιαφέροντα, που μας ξαφνίζουν (Loukatos)
[fr kath αρχαιολογικός ← LK ἀρχαιολογικός]
- of or pertaining to archaeology, archaeological: