Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιολογικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιολογικά [arçeoloyiká] adv (L)
  • in or according to archaeology, fr an archaeological point of view, archaeologically:
    • εργάστηκε ~ |
    • η περιοχή αυτή .. είναι ~ ανερεύνητη (Vasileiou) |
    • τα πρώτα αφιερώματα .. βεβαιώνουν ~ την αποκατάσταση της επικοινωνίας του ιερού με τον ελληνικό κόσμο (Dakaris)

[der of αρχαιολογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες