Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιοκαπηλία η [arxeokapilía] Ο25 : το παράνομο εμπόριο έργων αρχαίας τέχνης.
[λόγ. αρχαιοκάπηλ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοκαπηλία [arçeokapilía] η, (sp. also αρχαιοκαπηλεία) (L)
- illicit dealing in, or smuggling of, antiquities:
- υπόθεση αρχαιοκαπηλίας |
- καταστολή της αρχαιοκαπηλίας |
- κατηγορείται για ~ |
- καταδικάστηκαν σε πρόστιμο για ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοκαπηλία, der of αρχαιοκάπηλος]
- illicit dealing in, or smuggling of, antiquities: