Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιοκάπηλος ο [arxeokápilos] Ο20α : αυτός που εμπορεύεται παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης: Συνελήφθησαν δύο αρχαιοκάπηλοι την ώρα που ετοιμάζονταν να πουλήσουν αρχαία νομίσματα.
[λόγ. αρχαιο- + κάπηλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοκάπηλος [arçeokápilos] ο, (L)
- person involved in illicit dealing in, or smuggling of, antiquities:
- μάθαν απ' τις εφημερίδες τι τεράστιο ποσό πήρε ο ~,για να πουλήσει την Kόρη (Venezis) |
- πολλοί από τους τάφους ήταν διαγουμισμένοι από τους αρχαιοκάπηλους (Myriv) |
- στο άντρο των νυμφών οι αρχαιοκάπηλοι εύρισκαν θησαυρούς (Floros) |
- θα ξεπουλούσαν σιγά σιγά τα σκεύη και τις εικόνες της Aγίας Pωσίας σε πλανόδιους αρχαιοκάπηλους (Theotokas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοκάπηλος, cpd w. κάπηλος]
- person involved in illicit dealing in, or smuggling of, antiquities: