Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιοελληνικός -ή -ό [arxeoelinikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα ή στους αρχαίους Έλληνες: ~ πολιτισμός. Aρχαιοελληνική τέχνη.
[λόγ. αρχαιο- + ελληνικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοελληνικός, -ή, -ό [arçeoelinikós] (L)
- ① pertaining to or reminiscent of ancient Greece or the ancient Greeks, ancient Greek (syn αρχαίος2 2a, ant νεοελληνικός):
- αρχαιοελληνικοί πάπυροι, πύργοι, τόποι |
- αρχαιοελληνική γλώσσα |
- αρχαιοελληνική σκέψη |
- αρχαιοελληνική δόξα, εποχή, πολιτεία, τέχνη |
- αρχαιοελληνική ειδωλολατρία, μυθολογία |
- αρχαιοελληνικό δράμα, ιδεώδες, κτίσμα, πνεύμα, σύμβολο |
- είναι φορείς τόσο του αρχαιοελληνικού όσο και του χριστιανοβυζαντινού κόσμου ιδεών (Vacalop) |
- έφεραν τη λεβεντιά .. της αρχαιοελληνικής κόμης στην Aθήνα (Valetas) |
- η διαλογική μάχη δικηγόρου, οδοιπόρου είναι .. ό,τι αρχαιοελληνικότερο, σωκρατικότερο μπορούσε ν' αποδώσει η νέα τεχνοτροπία (Athanasiadis-N)
- ② pertaining to, or written in, the ancient Greek language, ancient Greek (syn αρχαίος2 3, ant νεοελληνικός):
- αρχαιοελληνική γραμματεία, πεζογραφία |
- η αρχαιοελληνική ρίζα της λέξης |
- είχε βαθύτατη γνώση της αρχαιοελληνικής .. και της γερμανικής λογοτεχνίας (Karantonis) |
- πρέπει .. να διατηρήσομε τον αρχαιοελληνικό τύπο, κλίνοντάς τον κατά το αρχαίο ελληνικό σύστημα (Kriaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοελληνικός, cpd of αρχαίος ελληνικός]
- ① pertaining to or reminiscent of ancient Greece or the ancient Greeks, ancient Greek (syn αρχαίος2 2a, ant νεοελληνικός):