Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιογνωσία η [arxeoγnosía] Ο25 : η επιστημονική γνώση της αρχαιότητας (και κυρίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής).
[λόγ. αρχαιο- + -γνωσία μτφρδ. γερμ. Altertumskunde]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιογνωσία [arçeoγnosía] η, (L)
- ① knowledge of (classical) antiquity (syn αρχαιομάθεια):
- θαυμαστή, ξερή ~ |
- η εκτενής και βαθιά ~ του είναι φανερή στις εργασίες του |
- ανησυχούσαν μήπως .. περιοριστεί η ~ των μαθητών μας (Papanoutsos) |
- δίκαια εξαίρονται τα έργα του Φωτίου .. ως θησαυροί αρχαιογλωσσίας (Tatakis)
- ② science or study of classical antiquity:
- η ιστορία της αρχαίας τέχνης χειραφετήθηκε .. από τη γενικότερη ~(Karouzos) |
- o Lipsius ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της αρχαιογνωσίας, που εξέδωσε τον Tάκιτο .. και άλλους αρχαίους συγγραφείς (Christou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιογνωσία, cpd w. combin form -γνωσία as in θεογνωσία, αυτογνωσία etc; cf Ger Altertumswissenschaft]
- ① knowledge of (classical) antiquity (syn αρχαιομάθεια):