Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαίος, επίθ.· αρχιός.
-
- Α´ Προκ. για πράγμα ή κατάσταση
- 1) Που είναι παλαιό και διατηρείται ως σήμερα:
- ο σάκος ο αρχαίος έως του νυν (Iστ. πολιτ. 3618· Διγ. Z 659).
- 2) (Προκ. για την πατρίδα) που υφίσταται από παλαιά· σεβαστός:
- (Γλυκά, Aναγ. 163).
- 1) Που είναι παλαιό και διατηρείται ως σήμερα:
- Β´ Προκ. για πρόσωπο
- 1) Που είναι παλαιός, που υφίσταται από πολύ καιρό· έμπειρος:
- εγώ ’μαι πρώτη πολιτική, εγώ ’μαι αρχαία μαυλίστρα (Σαχλ., Aφήγ. 853).
- 2) Που έζησε σε προγενέστερη εποχή:
- ο τύπος των αρχαίων (Διγ. Z 4471).
- 1) Που είναι παλαιός, που υφίσταται από πολύ καιρό· έμπειρος:
- Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η παλαιά, η προηγούμενη κατάσταση:
- να τηνε φέρει (ενν. την πόλη) εις τα αρχαία της (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 403).
[αρχ. επίθ. αρχαίος. H λ. και σήμ.]
- Α´ Προκ. για πράγμα ή κατάσταση
- αρχαίος -α -ο [arxéos] Ε4 : 1.που υπήρξε σε εποχή πολύ παλαιότερη από τη σημερινή: Aρχαίοι λαοί / Έλληνες / Aιγύπτιοι. Ο αρχαιότερος κινεζικός πολιτισμός. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας. || (ειδικότ.) που αναφέρεται κυρίως στην εποχή της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας: Aρχαία ελληνικά: α. η γλώσσα και τα κείμενα της κλασικής περιόδου. β. το αντίστοιχο μάθημα. Aρχαία ελληνική φιλολογία, η κλασική. Aρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, οι κλασικοί. 2. που υπάρχει από την αρχαιότητα: Aρχαία μνημεία / αγγεία / κτίσματα. Aρχαίοι τάφοι. (έκφρ.) το αρχαιότερο επάγγελμα (του κόσμου), η πορνεία. || (προφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ μεγάλης ηλικίας. 3. (ως ουσ.) α. οι αρχαίοι, αυτοί που έζησαν κατά την αρχαιότητα: Έρευνες για την προφορά / τη μουσική των αρχαίων. β. τα αρχαία: β1. μνημεία, έργα τέχνης ή ερείπια της αρχαιότητας: Οι εργάτες σκάβοντας για θεμέλια βρήκαν αρχαία. Πήγαμε εκδρομή στην Ολυμπία και επισκεφτήκαμε τα αρχαία. β2. η αρχαία ελληνική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα: Είναι καλός / έμεινε μετεξεταστέος στα αρχαία. 4. (στο συγκρ.) που μπήκε νωρίτερα από άλλους σε μια υπηρεσία και που συνήθ. κατέχει ανώτερη θέση από άποψη ιεραρχίας: Οι αρχαιότεροι υπάλληλοι παίρνουν μεγαλύτερο μισθό από τους νεότερους. || (ως ουσ.) ο αρχαιότερος: Οι αρχαιότεροι στο στρατό έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους νεοσύλλεκτους.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀρχαῖος `παλιός, προηγούμενος΄ & σημδ. γαλλ. ancien· 2, 3: & σημδ. γαλλ. antique· 4: σημδ. αγγλ. senior]
- αρχαίος1 [arçéos] ο, (L)
- person who lived in ancient times, ancient, an ancient Greek:
- δε θυμούμαι πού και ποιος ~περιγράφει την άνοιξη (Palam) |
- οι αρχαίοι .. είναι οι πατέρες μας, όσο κι αν είναι μακρυσμένοι και διαφορετικοί (id.) |
- ο ~... λογαριάζει τα δύο όρια, την αρχή και το τέλος, σαν ολόκληρες μέρες (Kakridis)
[fr kath αρχαίος ← MG αρχαίος ← PatrG, K (also pap), AG ἀρχαῖος, substantiv. m of αρχαίος adj]
- person who lived in ancient times, ancient, an ancient Greek:
- αρχαίος2, -α, -ο [arçéos] (L)
- ① ancient, very old, hoary, antique (near-syn αρχέγονος 2a, παμπάλαιος):
- ~λαός, πολιτισμός, ρυθμός, ύμνος |
- αρχαία ζωγραφιά, πέτρα, χώρα |
- αρχαία αγάπη, αριστοκρατία, λατρεία, συνήθεια |
- αρχαίο δέντρο, κείμενο, κρασί, λείψανο, νόμισμα |
- αρχαίο μεταφυσικό ερώτημα |
- η αρχαία Eλλάδα Ancient Greece |
- οι αρχαίοι καιροί ancient times |
- phr από τους αρχαιότατους χρόνους since the oldest of times |
- phr το αρχαιότερο επάγγελμα the oldest profession, prostitution (syn πορνεία, near-syn εκπόρνευση) |
- στα βιβλία επιστρέφουμε, για να δοκιμάσουμε και πάλι την αρχαία χαρά (Panagiotop, adapted) |
- στη σοφίτα κατοικεί ο ~μαέστρος με τη γυναίκα του (Anagnostakis) |
- η συγγένεια των τραγουδιών αυτών με ανάλογους μύθους .. αποτελεί μια πρόσθετη απόδειξη της αρχαιότατης προέλευσής τους (Dimaras) |
- ο εικονογραφικός τύπος του καθισμένου αγίου είναι αρχαιότατος (Bakirtzis) |
- poem η μνήμη αρχαίας θλίψης καινούργια θλίψη εγίνη (Gryparis)
- ⓐ dealing w. ancient times, ancient:
- πότε τελειώνει η αρχαία ιστορία και αρχίζει ο Mεσαίωνας; (Evelpidis)
- ② of or pertaining to ancient Greece or to classical antiquity, classical (syn αρχαιοελληνικός 1, κλασικός):
- ο ~ποιητής |
- το αρχαίο πνεύμα |
- ο Pοδολίνος έχει υπόθεση αρχαία και ο Zήνων βυζαντινή (Dimaras) |
- διαφωνώ απόλυτα με την αντιπάθεια ..., που διακηρύττει ο Mπάιρον στο αρχαίο κάλλος (Papatsonis) |
- όπου κι αν σκάψεις, θα βρεις αρχαία μάρμαρα, αρχαίες κολόνες ..., κειμήλια του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος (Petsalis)
- ③ of or pertaining to the ancient Greek language (syn αρχαιοελληνικός 2):
- ~γραμματικός τύπος |
- αρχαία λέξη, σύνταξη |
- η Eυρώπη ολάκερη .. είναι κομμάτι του σημερινού εαυτού μας, καθώς και τα αρχαία γράμματα, το ρωμαϊκό δίκαιο κλ (Theotokas)
- ④ C αρχαιότερος ranking above others in terms of seniority or length of service, senior:
- αρχαιότεροςδημοσιογράφος, υπάλληλος |
- είναι δυο χρόνια αρχαιότερός μου στην υπηρεσία |
- αποφασίστηκε ν' απαλλάξουν από την ευθύνη τον ταγματάρχη .. και ν' αναλάβει ο αρχαιότερος λοχαγός (ADoxas) |
- με βρήκε στο πόστο του γραμματέα, σαν το αρχαιότερο στέλεχος ανάμεσα στους συντρόφους εδώ (Tsirkas)
- ⑤ fig like the ancients in spirit, robust, strong, spirited:
- θα 'πρεπε να 'ναι καπάτσοι και παλληκάρια κείνοι που θα καταπιάνονταν με τέτοιες έγνοιες, αρχαίοι ανθρώποι (Zappas)
- ⓑ petrified, frozen (syn παγωμένος, πετρωμένος):
- έγινε ~από το κρύο
[fr kath αρχαίος ← postmed, MG αρχαίος ← PatrG, K (also pap), AG ἀρχαῖος]
- ① ancient, very old, hoary, antique (near-syn αρχέγονος 2a, παμπάλαιος):
- αρχαιοσυλία [arçeosilía] η, (L)
- plunder of antiquities
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοσυλία, der of *αρχαιόσυλος (cf also Koumanoudis αρχαιοσυληταί); cf ἱεροσυλία (Xenoph]
- αρχαιοσυλλέκτης ο [arxeosiléktis] Ο10 : ο συλλέκτης αρχαίων αντικειμένων και έργων αρχαίας τέχνης.
[λόγ. αρχαιο- + συλλέκτης κατά το γερμ. Antikensammlung `συλλογή αρχαιοτήτων΄]
- αρχαιοσυλλέκτης [arçeosiléktis] ο, (L)
- collector of antiquities, antiquary:
- το πλήρωσε όσα του ζήτησαν, σα μανιακός ~(Nirvanas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοσυλλέκτης, cpd w. συλλέκτης]
- collector of antiquities, antiquary: