Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαία ελληνικά [arçéa eliniká] τα, (L)
- ancient Greek language, Greek (syn τα αρχαία, αρχαιοελληνικά):
- έδωσε το δικαίωμα στους διπλωματούχους μιας άλλης εντελώς επιστήμης να διδάσκουν τα αρχαία ελληνικά (Kakridis)
[cpd of αρχαία & ελληνικά]
- ancient Greek language, Greek (syn τα αρχαία, αρχαιοελληνικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαία1 [arçéa] adv (L)
- in a manner reminiscent or characteristic of the ancient Greeks:
- έπεσαν απάνω στην απλοϊκή μικρούλα Eλλάδα .. κι ήθελαν να την ντύσουν ~, να μιλάει ~, να κυβερνιέται ~(Kazantz)
[der of αρχαίος2]
- in a manner reminiscent or characteristic of the ancient Greeks:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαία2 [arçéa] τα, (L)
- ancient Greek language:
- τα ~διδάσκονται στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου
[substantiv. n of phr αρχαία (ελληνικά)]
- ancient Greek language: