Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαΐζω [arxaízo] Ρ2.1α : μιμούμαι τους αρχαίους (στα ήθη, στην τέχνη, στην έκφραση κ.ά.). || (ειδικότ.) μεταχειρίζομαι τρόπους έκφρασης (λέξεις, φράσεις, τύπους, συντάξεις) απαρχαιωμένους, ξεπερασμένους: Ο συγγραφέας / ο ποιητής αρχαΐζει.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχαΐζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαΐζω [arxaízo] aor subj αρχαΐσω, (L)
- ① imitate the culture (art, language etc) of the ancients, archaize:
- ο Όμηρος προσπαθώντας ν' αρχαΐσει αναφέρεται στα παλιά έθιμα του γάμου (Kakridis) |
- ο Mαυροκορδάτος αρχαΐζει σε όλα του τα γραπτά (Dimaras)
- ② be characterized by archaisms, be reminiscent of an archaic style of language:
- η γλώσσα του αρχαΐζει |
- οι στίχοι αυτοί ανήκουν σε χορικό δράματος, που σχεδόν αρχαΐζει (Karouzos) |
- όπου βρίσκουμε λογοτεχνικά κείμενα, που δεν αρχαΐζουν, θα πρέπει να περιλάβουμε στη μελέτη μας (Dimaras)
[fr kath αρχαΐζω ← PatrG, K ἀρχαΐζω]
- ① imitate the culture (art, language etc) of the ancients, archaize:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαΐζων -ουσα -ον [arxaízon] Ε12 : που αρχαΐζει, ιδίως ως προς την έκφραση, που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς: Aρχαΐζον ύφος. Aρχαΐζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αρχαΐζουσα, γλώσσα που μιμείται την αρχαία ως προς τη μορφολογία, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο κτλ. || Aρχαΐζοντες συγγραφείς, που χρησιμοποιούν την αρχαΐζουσα.
[λόγ. μεε. του αρχαΐζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαΐζων, -ουσα, -ον [arxaízon] (L)
- ① imitative of archaic style, characterized by archaisms, archaistic (syn αρχαϊστικός 1):
- αρχαΐζουσα γλώσσα |
- αρχαΐζουσα καθαρεύουσα |
- αρχαΐζουσα ζωγραφική, ορολογία, παράδοση |
- αρχαΐζουσες εκφράσεις |
- αρχαΐζον άγαλμα, επίγραμμα, ύφος |
- αρχαΐζουσα βυζαντινή γραμματεία |
- η φιλολογική κριτική δεν είχε πάρει στα σοβαρά τον αρχαΐζοντα εξοπλισμό του νταννουντσιακού θεάτρου (Athanasiadis-N) |
- παίχτηκαν αρχαΐζουσες τραγωδίες με κλασικές υποθέσεις (Melas) |
- όπως δείχνει η αρχαΐζουσα διάταξη της κόμης ..., είναι έργο αρχαϊστικό (Karouzos)
- ② AG art tending to return to or imitate the style of preclassical Greek art (syn αρχαϊστικός 2):
- ο ~πλάστης είναι, θέλει δε θέλει, ρεαλιστής (Prevelakis) |
- το ανάγλυφό μας είναι το πρώτο παράδειγμα της τάσεως αυτής στην ελληνική τέχνη, που λέγεται αρχαΐζουσα ή αρχαϊστική (Brouskari)
[fr kath αρχαΐζων, prp of αρχαΐζω]
- ① imitative of archaic style, characterized by archaisms, archaistic (syn αρχαϊστικός 1):