Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαΐζουσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαΐζουσα [arxaízusa] η, (L)
  • archaistic ModG language:
    • βιβλίο μεταφρασμένο σε ~ |
    • μου έχει χαλάσει την ωραία μας ~, την αρμονική (Petsalis) |
    • δεν πετυχαίνει να υψώσει τη δημοτική σε τραγικό επίπεδο ούτε να ζωντανέψει την ~ (Dimaras)

[fr kath αρχαΐζουσα (sc γλώσσα), substantiv. f of αρχαΐζων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες