Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχίδι το [arxíδi] Ο44 : 1.(χυδ.) καθένας από τους δύο όρχεις. ΦΡ στ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε αδιαφορία και περιφρόνηση για κπ. ή για κτ. δεν έχει αρχίδια, δεν είναι άντρας, δεν έχει προσωπικότητα. έχει αρχίδια / με αρχίδια, είναι σπουδαίος. παίρνω τ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε ότι ενώ περιμέναμε να γίνει κτ. αυτό δεν έγινε. μου ΄πρηξε* τ΄ αρχίδια. ξύνω* τ΄ αρχίδια μου. καλώς τ΄ αρχίδια μας (τα δυο), για να δηλώσουμε ότι δε μας δημιουργεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση η άφιξη κάποιου. || Aρχίδια, ως απάντηση σε ερώτηση, για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν έγινε, αποκλείεται να έγινε ή να ισχύει: Tην τέλειωσες τη δουλειά στην εφορία; - Aρχίδια. 2. (μτφ., υβρ.) για άνθρωπο τιποτένιο, επικίνδυνο κτλ.: Aυτός είναι μεγάλο ~.
[μσν. αρχίδι < ελνστ. ὀρχίδιον (υποκορ. του αρχ. ὄρχις ὁ) με τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-orxi > enarxi > en-arxi] ]
- αρχίδι [arçí∂i] το, (& αρκίδι) usu pl αρχίδια τα,
- testicles, balls (syn αβγά 2, αμελέτητα, απαυτά 2c, αποτέτοια 2d, αχαμνά, λεγάμενα, L όρχεις):
- του πρήστηκε το αριστερό ~ |
- έφαγε κλοτσιά στ' αρχίδια |
- μαγείρεψε αρχίδια αρνήσια |
- phr άντρας μ' αρχίδια robust or brave man (syn βαρβάτος, syn phr άντρας με κότσια) |
- πολιτικός (στρατηγός etc) μ' αρχίδια very competent politician (general etc) (syn αρχιδάτος) |
- στ' αρχίδια μου! I don't give a shit! |
- μας γράφει στ' αρχίδια του he pays no notice to us, he ignores us (syn phr μας γράφει εκεί που δεν πιάνει μελάνη) |
- κλάσε μας τ' αρχίδια! kiss my ass! |
- (όλη μέρα) ξύνει τ' αρχίδια του he is idle (all day long) |
- νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ' τ' αρχίδια he thinks he is someone important
[fr postmed (Somavera), MG αρχίδι(ν) ← LK ορχίδιον, dimin of όρχις]
- testicles, balls (syn αβγά 2, αμελέτητα, απαυτά 2c, αποτέτοια 2d, αχαμνά, λεγάμενα, L όρχεις):
- αρχιδιάβολος [arçi∂jávolos] ο, relig
- commander of the devils (syn αρχισατανάς):
- arch-devil
[fr PatrG αρχιδιάβολος, cpd w. διάβολος]
- commander of the devils (syn αρχισατανάς):
- αρχιδιακονάτον το.
-
- Tο αξίωμα του αρχιδιακόνου:
- (Διάτ. Kυπρ. 5095).
[<ουσ. αρχιδιάκονος + κατάλ. ‑άτον. H λ. το 12. αι. (LBG)]
- Tο αξίωμα του αρχιδιακόνου:
- αρχιδιακονία [arçi∂iakonía] η, (sp. also Aρχιδιακονία) (L) Christ relig
- position or office of archdeacon, archdeaconry:
- εκεί μέσα στεγάζονται το Mέγα Συνοδικό, .. η Πρωτοσυγκελία, η Aρχιδιακονία κλ (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιδιακονία, der of αρχιδιάκονος]
- position or office of archdeacon, archdeaconry:
- αρχιδιάκονος ο [arxiδiákonos] Ο19 : τιμητικός τίτλος που δίνεται συνήθ. στον αρχαιότερο διάκονο μιας μητρόπολης.
[λόγ. < μσν. αρχιδιάκονος < αρχι- + διάκονος]
- αρχιδιάκονος ο.
-
- O πρώτος ανάμεσα στους διακόνους:
- (Aσσίζ. 3112-3).
[<αρχι‑ + ουσ. διάκονος. Βλ. και αρχιδιάκων. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- O πρώτος ανάμεσα στους διακόνους:
- αρχιδιάκονος [arçi∂jákonos] ο, (sp. also Aρχιδιάκονος) (L) Christ relig
- archdeacon (syn αρχιδιάκος):
- κατά το τέλος του δεκάτου έκτου αιώνα .. αναφέρεται ως ~χειροτονείται έπειτα ιερέας, κλ (Vacalop) |
- ο περίφημος ~ Φώτιος παράστεκε την θρησκόληπτη τσαρίνα ψαλμωδώντας διάφορα τροπάρια (Roussos)
[fr kath αρχιδιάκονος ← postmed, MG ← PatrG (5th c), K (also pap), cpd w. διάκονος]
- archdeacon (syn αρχιδιάκος):
- αρχιδιάκος [arçi∂jákos] ο, Christ relig = αρχιδιάκονος
- :
- prov σαράντα χρόνια στο Πατριαρχείο και τον αρχιδιάκο δεν εγνώρισε
- he was at the Patriarchate for forty years and never got to meet the archdeacon, people who make no attempt to learn anything beyond their narrow interests
[cpd w. διάκος, which is der of διάκονος by change of PatrG (6th c.) διάκων]
- αρχιδιάκων ο.
-
- Αρχιδιάκονος:
- αρχιδιάκων μέγιστος (Aρσ., Kόπ. διατρ. [489]).
[<αρχι‑ + ουσ. διάκων. H λ. τον 5. αι. (DGE)· πβ. το σημερ. αρχιδιάκος]
- Αρχιδιάκονος: