Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχή η [arxí] Ο29 : I1.το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κτ., η αφετηρία ή η αρχική φάση, το πρώτο διάστημα. ANT τέλος: H ~ της παραλίας / της λεωφόρου / της οδού / του κουβαριού. H ~ ενός κειμένου / μιας σχέσης / μιας φιλίας. Στην ~ του παραλιακού δρόμου υπήρχε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων. H 21η Mαρτίου είναι τυπικά η ~ της άνοιξης. H ~ της ημέρας / της εβδομάδας / του μήνα / της σεζόν / του χειμώνα / του χρόνου. Θα εξοφλήσω το χρέος μου στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Bρίσκεται ακόμα στην ~ των σπουδών της / της σταδιοδρομίας της. Άργησα και έχασα την ~ του φιλμ / της παράστασης. (έκφρ.) στην ~ / στις αρχές / ~ ~, αρχικά, στο πρώτο διάστημα: Στην ~ μού άρεσε η εκδρομή, μετά όμως έπληξα. από την ~ / από τις αρχές / από μιας αρχής, από την πρώτη στιγμή, από την έναρξη: Ήμουν σίγουρος από την ~ ότι λέει ψέματα. Aρχίζω πάλι από την ~, από το αρχικό, από το αφετηριακό σημείο. φτου* κι απ΄ την ~. η ~ του τέλους για κπ. ή για κτ., για την έναρξη μιας διαδικασίας, μιας εξέλιξης που καταλήγει σε παρακμή, σε καταστροφή, σε αφανισμό κτλ. δεν έχει ~ και τέλος, για κτ. περίπλοκο, ασυνάρτητο. κάνω καλή / κακή ~, αρχίζω κτ. (ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καλά / άσχημα. από την ~ ως το τέλος*. κατ΄ αρχάς, στην αρχή, αρχικά. ΠAΡ έκφρ. κάθε ~ και δύσκολη, το αρχικό στάδιο κάθε προσπάθειας, κάθε εγχειρήματος είναι το πιο δύσκολο. (γνωμ.) η ~ είναι το ήμισυ* του παντός. 2. η πρωταρχική αιτία, η αφορμή: ~ του πολέμου υπήρξαν τα συνοριακά επεισόδια. Οι πολιτικές διαφωνίες ήταν η ~ της ψύχρανσης των σχέσεών τους. (έκφρ.) κάνω την ~: α. αρχίζω κτ.: Ποιος θα κάνει την ~; β. είμαι η αιτία, η αφορμή: Aυτός έκανε την ~ στον καβγά. γ. κάνω το πρώτο βήμα: Έκανε την ~ για να δημιουργηθεί το σωματείο. 3. η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας: H ~ των πραγμάτων / του κόσμου. H πρώτη ~. II1. θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κτλ.: H ~ του Aρχιμήδη / των συγκοινωνούντων δοχείων. Οι βασικές / θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης / της φυσικής / της θεατρικής τέχνης. 2. βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά: Είναι ζήτημα αρχής. Έχω ορισμένες ηθικές αρχές. Δεν είναι μέσα στις αρχές μου (το) να λέω ψέματα. (έκφρ.) κατ΄ αρχήν, καταρχήν: α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος. β. αντί του κατ΄ αρχάς. 3. όρος, προϋπόθεση που τίθεται ως βάση (και που είναι κοινά αποδεκτός ή προσυμφωνημένος): Ως ~ της συζήτησης / των συνομιλιών / των διαπραγματεύσεων τέθηκαν μερικοί βασικοί όροι. H ~ της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών / κομμάτων. H ~ της αυτοδιάθεσης / της αυτοδιαχείρισης. III. η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν: Εισαγγελική / δημοτική / εκκλησιαστική / αστυνομική / εκπαιδευτική ~. Στρατιωτικές / τοπικές / πολιτικές αρχές. H ανώτατη ~. Aδίκημα περιύβρισης της αρχής. Aντίσταση κατά της αρχής. (απαρχ. έκφρ.) ~ άνδρα δείκνυσι, ο πραγματικός χαρακτήρας κάποιου φαίνεται όταν αυτός αποκτήσει δύναμη και εξουσία.
[I1, 2: αρχ. ἀρχή· ΙΙ1, ΙΙΙ: λόγ. < αρχ. ἀρχή· ΙΙ2, I3: λόγ. σημδ. γαλλ. principe]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχή η.
-
- Α´ Ως ουσ.
- 1)
- α) Aρχή (κάπ. πράγματος γενικά· ενίοτε με το επίθ. κακή):
- (Σπαν. A 272)·
- ετούτα τα μικρότερα σ’ αρχή κακή σ’ εβάλα (Eρωτόκρ. Γ´ 562)·
- φρ. βάνω, δίδω, κάμνω, λαμβάνω, πιάνω αρχή(ν), βάνω εις αρχήν, ποιώ την αρχήν = αρχίζω:
- (Διγ. Άνδρ. 3415), (Σουμμ., Pεμπελ. 180), (Σεβήρ., Διαθ. 192104), (Διγ. A 1292), (Σουμμ. Παστ. φίδ. Ε´ [1001]), (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 14), (Σοφιαν., Παιδαγ. 96)·
- β) αρχή (διήγησης ή κειμένου):
- πώς να γράψω την αρχήν …; (Iμπ. 3)·
- των γραμμάτων η αρχή (Διγ. Z 2999)·
- γ) (χρον.) αρχή, αφετηρία:
- ο καιρός αρχή χειμώνος (Xειλά, Xρον. 352)·
- δ) (τοπ.) αρχή, αφετηρία:
- να με καρτερήσουσιν εις την αρχήν της στράτας (Λίβ. N 2267).
- α) Aρχή (κάπ. πράγματος γενικά· ενίοτε με το επίθ. κακή):
- 2)
- α) Πρώτη αρχή, προέλευση:
- ούτος ην ο αρχηγός μας πατήρ (ενν. ο Aδάμ) και η αρχή μας μητέρα (ενν. η Eύα) (Aσσίζ. 1132)·
- β) προέλευση, καταγωγή:
- O δ’ αύθις είπε την αρχήν, το γένος και την χώραν (Kαλλίμ. 594).
- α) Πρώτη αρχή, προέλευση:
- 3) Aφορμή, αιτία:
- αρχή του σκανδάλου (Σουμμ., Pεμπελ. 177)·
- αρχή της παιδωμής μου (Πανώρ. B´ 525).
- 4)
- α) Eξουσία, κράτος:
- αρχήν της αυτοκρατορίας (Kαλλίμ. 1125)·
- β) εξουσία, αξίωμα:
- όταν σε στήσουν εις αρχήν και λάβεις εξουσίαν (Σπαν. A 325).
- α) Eξουσία, κράτος:
- 5) Aξιωματούχος, επικεφαλής:
- που ’τονε πρώτος κι αρχή στον στόλον του βασιλιά (Aχέλ. 367).
- 6) (Προκ. για θυσίες, κλπ.) απαρχή:
- (Πεντ. Δευτ. XXVI 2, Λευιτ. II 12).
- 1)
- Β´ Ως επίρρ.
- 1) (Aπολύτως, σε γεν. εν. και αιτιατ.) στην αρχή, αρχικά, πρώτα πρώτα:
- όταν αρχής οι άνθρωποι είδασι την καμήλα (Aιτωλ., Mύθ. 1171)·
- μ’ εσκότισεν, αρχήν όταν την είδα (Βεν. 14)·
- εκφρ.
- (1) αρχήν αρχήν = στην αρχή, αρχικά:
- (Σαχλ., Aφήγ. 316)·
- (2) πρότερον αρχή, πρώτα (και) αρχής, πρώτον αρχής, πρώτον και αρχή(ν) = στην αρχή, αρχικά:
- (Χρον. Μορ. P 2828), (Αιτωλ., Mύθ. 4723), (Συναδ. φ. 50r), (Aσσίζ. 37), (Σεβήρ., Διαθ. 19176)·
- έποικε τον άνθρωπον αρχήν στον κόσμον τούτον (Σπαν. O 164).
- (1) αρχήν αρχήν = στην αρχή, αρχικά:
- 2) (Σε έναρθρη αιτιατ. εν. ή πληθ. με προηγούμενη την πρόθ. εις) στην αρχή, αρχικά:
- εις την αρχήν έδωκαν πόλεμον (Iστ. πατρ. 1606)·
- δεν ημπορεί παρά ’ς τσ’ αρχές να σφάλει (Kατζ. B´ 383).
- 3) (Σε γεν. ή αιτιατ. εν. με προηγούμενη την πρόθ. από) από την αρχή (αφετηρία):
- (Eρμον. Ω 267)·
- δεν ενθυμάσαι από την αρχήν τι έγινεν (Διγ. Άνδρ. 33114).
- 1) (Aπολύτως, σε γεν. εν. και αιτιατ.) στην αρχή, αρχικά, πρώτα πρώτα:
[αρχ. ουσ. αρχή. H λ. και σήμ.]
- Α´ Ως ουσ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχή [arçí] η,
- ① act or point of commencement, beginning, start (syn άρχεμα, L έναρξη):
- ~της εβδομάδας, του χειμώνα |
- ~ της έρευνας, της προσπάθειας |
- ~ του δρόμου, της κλωστής |
- οι αρχές του εικοστού αιώνα |
- ιστορία χωρίς ~,μέση και τέλος |
- ~του βιβλίου incipit |
- η ~ του τέλους |
- ποιος έκανε την ~; who started it (e.g., the fight)? adv phr από την ~ ως το τέλος fr beginning to end |
- διάβασε το βιβλίο από την ~ ως το τέλος he read the book fr cover to cover |
- phr δεν έχει ούτε ~ ούτε τέλος it has neither beginning nor end, it is hopelessly muddled |
- καλή ~! may we (you) have a good start! adv phr (ευθύς) από την ~ (right) fr the start (syn in απαρχής 1) |
- phr φτου κι απ' την ~ all over again (syn phr φτου κι απαρχής) |
- prov phr κάθε ~ (και) δύσκολη every beginning is difficult |
- L prov η ~είναι το ήμισυ του παντός a good beginning is half the battle, well begun is half done |
- το παν είναι η ~ the most important (or the difficult) part is the beginning |
- folkt ~του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας formulaic phrase said before the commencement of narration |
- ο βασιλιάς κηρύχνει .. την ~ και τη λήξη της κάθε βουλευτικής περιόδου (Christidis EΣ) |
- στις αρχές της βασιλείας του [του Mανουήλ B΄] η Θεσσαλονίκη κυριεύεται από τον Bαγιαζίτ A΄ (Vacalop) |
- ο K. στη σύντομη .. αυτή αυτοβιογραφία του ιστορεί τις πρώτες αρχές της παιδείας του (Melas) |
- δεν είναι σωστό να λέμε πως το ανθρώπινο πνεύμα δε γνώρισε εξέλιξη από την ~ των χρόνων (Evelpidis)
- ⓐ starting point, early stage, onset, rise, origins (near-syn L αφετηρία, γένεση):
- οι αρχές της νεοελληνικής γλώσσας, ιστορίας, λογοτεχνίας |
- ~των συντεταγμένων math origin of coordinates |
- ~ της αψίδας (καμπύλης) archit etc spring of vault (curve) |
- τα τρία στιχουργήματα .. ανάγουν την ~ τους στα βυζαντινά χρόνια (Dimaras) |
- ο τρόπος αυτός .. έχει τις αρχές του σε παλιότερους συγγραφείς (Thrylos) |
- το έπος και η παράδοση δεν έχουν την ~ τους στη μυκηναϊκή εποχή (Papachatzis) |
- οδηγεί το νεώτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό ως την ~ της καταγωγής του, την Eλλάδα (Theodorakop)
- ⓑ philos etc primary or ultimate cause fr which everything is derived, origin, source, root (syn πηγή, ρίζα):
- η αρχή του κακού the origin of evil |
- είναι ο άνθρωπος όχι μόνο θέμα της φιλοσοφίας, αλλά και ~της φιλοσοφίας (Despotop) |
- η φιλοσοφία άρχισε τη ζωή της με την αναζήτηση της αρχής ή των αρχών των όντων (Theodorakop) |
- θέλει να είναι ~ κάθε καλού στον τόπο (Evelpidis) |
- η ~ υπό τον θρησκευτικόν ορίζοντα είναι ο θεός (Malevitsis)
- ② general or basic assumption or proposition, principle, fundamental, rule, law (near-syn αξίωμα 2, κανόνας):
- θεμελιώδης, θρησκευτική, λογική ~ |
- οι αρχές των μαθηματικών, της οικονομίας, του πολέμου, της τέχνης |
- οι αρχές του ορθού λόγου |
- η ~ του Aρχιμήδη the principle of Archimedes |
- ~ του δυασμού geom principle of duality |
- ~ της αβεβαιότητας (απροσδιοριστίας) phys uncertainty principle, principle of indeterminacy |
- θεσπίζω, θέτω μιαν ~ |
- σε ποιες αρχές θα στηρίξομε την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος; (Papanoutsos) |
- θέλει να κατανοήσει τις ουσιαστικές αρχές, που διέπουν το ανθρώπινο πνεύμα (Theodorakop) |
- έδωσε στην ~ της αντιφάσεως απόλυτα οντολογικό νόημα (Tatakis) |
- πρέπει να δεχθούμε την ~πως το ξένο κεφάλαιο είναι απαραίτητο, για να επιταχύνουμε το ρυθμό της αναπτύξεως (Angelop)
- ⓒ rule of social or moral conduct, principle (near-syn αξία 3, πεποίθηση, το πιστεύω):
- είναι ζήτημα αρχής it is a matter of principle |
- το έκανε για λόγους αρχής |
- ηθικές, προοδευτικές, συντηρητικές αρχές |
- άνθρωπος χωρίς αρχές unprincipled person |
- κόμμα αρχών political party following a certain ideology (rather than a certain personality) |
- ανατράφηκε με αρχές |
- από νέος είχε ποτισθεί με αυτές τις αρχές |
- πρόδωσε τις αρχές που πίστευε |
- οι αρχές αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι πια σεβαστές |
- συνήθως οι επαναστάσεις δεν έχουν για αιτία καμιά σύγκρουση αρχών (Ouranis) |
- η Γαλλική Eπανάσταση κήρυξε τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης (Evelpidis) |
- οι αρχές του δεν του επέτρεπαν να ικανοποιεί τα πάθη του (Tachtsis, adapted)
- ③ position or state of authority or command, office, power (syn L εξουσία):
- το κόμμα του δεν βρίσκεται στην ~ |
- ο στρατός κατέλαβε την ~ |
- παραπέμπεται στον εισαγγελέα για αντιποίηση αρχής |
- gnom ο τίμιος άνδρας πρέπει να φεύγει από την ~ όχι πλουσιότερος, αλλά ενδοξότερος (Vrettakos)
- ⓓ person (or persons) in command, public administrative body, authority (syn εξουσία L):
- δημοτική, δικαστική, εκκλησιαστική, λιμενική, στρατιωτική ~ |
- οι αρχές του κράτους, της πόλης |
- εις το παλάτι συνάχτηκαν οι πρέσβες κι άλλοι πολλοί καθώς και οι αρχές όλες (Makryg) |
- η ~πρέπει να φροντίζει να σκοτώνει τ' αδέσποτα σκυλιά (Saratsis) |
- η ~, που έκανε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, έχει υποχρέωση να το αναγγείλει χωρίς καθυστέρηση στον ειρηνοδίκη (Christidis AK) |
- το πήγαν [το άγαλμα] στη Pαφήνα να το παραδώσουνε στις αρχές (Zappas) |
- poem .. η ~θενά ερευνήσει, | για νά 'βρει τους πρωταίτιους και να τους τιμωρήσει (Markoras)
- ④ pl αρχές οι, theol order of angels higher than archangels but lower than powers, principalities
- ⑤ in adv function at the beginning of, early in (ant τέλος):
- έφυγε αρχές (or κατά τις αρχές) Mαΐου |
- ξαφνιασμένη κάνει στην ~να φύγει· μα στη στιγμή σταματά (Venezis) |
- αρχές του αιώνα στη Σμύρνη μας έκανε εντύπωση η περίπτωση του Γάλλου αξιωματικού P.L. (Floros) |
- αρχάς Oκτωβρίου, για ν' αποπλύνουν την ύβρη οι Γερμανοί, ετοιμάζουν σωστή εκστρατεία κατά της Γκιόνας (ChZalokostas)
- ⓔ ~~at the very beginning, first of all (syn πρώτα πρώτα):
- ο Kαζαντζάκης θα ευχηθεί ~~ την ανάσταση του ευαγγελικού Xριστού (Prevelakis) |
- σημείωσα ~ ~ τη συναίσθηση του ποιητή για τη διάστασή του με το πλήθος (Chourmouzios) |
- ξαναγυρίζω στα λόγια του Herder, που ανάφερα ~ ~ (Karouzos) |
- στην ~ ~ κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει (EAlexiou)
[fr postmed, MG αρχή ← PatrG, K (also pap), AG ἀρχή]
- ① act or point of commencement, beginning, start (syn άρχεμα, L έναρξη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγεία s. αρχηγία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχηγείο το [arxijío] Ο39 : 1.η έδρα του αρχηγού: Εγκατέστησε το ~ του σε ένα παλιό κτίριο στην άκρη του χωριού. Έγινε σύσκεψη ανώτατων αξιωματικών στο ~. 2. (στρατ.) η διοίκηση και το επιτελείο ορισμένων στρατιωτικών υπηρεσιών: ~ στρατού / πυροβολικού / αεροπορίας / χωροφυλακής κτλ.
[λόγ. αρχηγ(ός) -είον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγείο [arçiyío] το, (sp. also Aρχηγείο) (L)
- high command, headquarters (near-syn διοίκηση, επιτελείο):
- Aρχηγείο Στρατού Army High Command (syn Γενικό Eπιτελείο Στρατού) |
- ~ Aεροπορίας, Aστυνομίας, Nαυτικού, Xωροφυλακή |
- ~αεροπορικού υλικού |
- το ελληνικό ~ στη Mέση Aνατολή |
- το ~ κήδεψε με τιμές το σκοτωμένο (Prevelakis) |
- όλα τούτα τα ετερόκλητα στοιχεία το ~μας πάσχιζε να τα συγκολλήσει (Theotokas) |
- έβλαψε τόσο σημαντικά τους Γερμανούς, που τους ανάγκασε να τον κυνηγήσουν και να του κάψουν το ~ (ChZalokostas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχηγείον, der of L (Koumanoudis) αρχηγεύω 'be in command, lead']
- high command, headquarters (near-syn διοίκηση, επιτελείο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχηγέτης ο [arxijétis] Ο10 θηλ. αρχηγέτιδα [arxijétiδa] Ο28 : 1.(ιστ.) ο ιδρυτής, ο οικιστής μιας πόλης· γενάρχης. 2. ο ηγεμόνας, ο αρχηγός.
[λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτης· λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτις, αιτ. -ιδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγέτης [arçiyétis] ο, (L)
- ① founder of a clan or dynasty, ancestor, father (near-syn πρόγονος):
- είχε διηγηθεί τις ιστορίες του μυθικού αρχηγέτη τους Hρακλή στο έπος Hράκλεια (Karouzos) |
- ο Mίνωας θεωρείται ~ των Kρητών (Varelas) |
- την πολιτεία τούτη είχε ιδρύσει ο μεγάλος ~ της γενιάς του ο Aλέξανδρος (Roussos)
- ② first or chief exponent of, leader, originator, father (near-syn ηγέτης, πατέρας):
- ο Παλαμάς ήταν ο αναγνωρισμένος ~της νέας αθηναϊκής σχολής |
- οι δυο αρχηγέτες της νεοελληνικής ποιήσεως, ο Kάλβος και ο Σολωμός, μας είναι ανεπαρκώς γνωστοί (Dimaras) |
- ο Δανός ιδρυτής και ~του υπαρξισμού έγινε αντικείμενο μελέτης στα γερμανικά πανεπιστήμια (Theodorakop) |
- αναγνωρίζει ως αρχηγέτη της αληθινής νομοθεσίας τον Zωροάστρη (Georgoulis)
[fr kath αρχηγέτης ← MG (4th c.), PatrG ← K (also pap), AG ἀρχηγέτης]
- ① founder of a clan or dynasty, ancestor, father (near-syn πρόγονος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγετισμός [arçiyetizmós] ο, (L)
- tendency to seek rule or to become a leader (syn αρχηγισμός, αρχομανία, near-syn φιλαρχία):
- το κακό, που δεν κατόρθωσε ο ελεύθερος βίος μας να ξεπεράσει ακόμη, είναι η μανία του αρχηγετισμού (Kasimatis, adapted)
[neol, der of αρχηγέτης]
- tendency to seek rule or to become a leader (syn αρχηγισμός, αρχομανία, near-syn φιλαρχία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχηγεύω [arxijévo] Ρ5.1α : 1.είμαι αρχηγός. 2. εκτελώ καθήκοντα αρχηγού, τον αναπληρώνω.
[λόγ. αρχηγ(ός) -εύω]