Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχέτυπος -η -ο [arxétipos] Ε5 : 1.που τυπώθηκε σε αρχικό στάδιο, πρωτότυπος: Aρχέτυπα βιβλία, που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας. 2α. που χρησιμεύει ως πρότυπο, ως υπόδειγμα. β. (ως ουσ.) το αρχέτυπο*.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχέτυπος `πλασμένος σαν υπόδειγμα΄ κατά τις σημ. της λ. αρχέτυπον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχέτυπος, -η, -ο [arçétipos] (L)
- ① constituting the product or model fr which copies are made, original (syn πρωτότυπος, ant έκτυπος):
- αρχέτυπο έργο, καλούπι |
- το υλικό σύμπαν είναι η υλική εκδήλωση από το αρχέτυπο σύμπαν, το πνευματικό (KPolitis) |
- η μέθοδος του σκέπτεσθαι [του Θαλή] είναι αρχέτυπη, ολωσδιόλου πρωτότυπη (Theodorakop) |
- ο εικονογράφος του αρχετύπου χειρογράφου είχε υπόψη .. το κείμενο του Iω. Δαμασκηνού (Pallas)
- ⓐ having the form of an early model, antique:
- μ' ένα αρχέτυπο ακουστικό και ένα σφυγμομανόμετρο ο γιατρός του αγροτικού ιατρείου αναβιώνει την ιατρική της παλιάς εποχής
- ② original, initial, primary, pristine (syn in αρχέγονος 1):
- η Διώνη είναι η αρχέτυπη μορφή της γυναίκας του Διός· .. στη νότια Eλλάδα αντικαταστάθηκε με μια άλλη προελληνική θεότητα, την Ήρα (Dakaris) |
- χάνει από τα μάτια του την αρχέτυπη, την αυθεντική μορφή της ποίησης (Karantonis) |
- ο σκοπός του έρωτα, όπως τον εκφράζει το αρχέτυπο σύμβολο του ανδρογύνου, ξανοίγει .. πλατύτερους ορίζοντες (Theotokas)
- ⓑ basic, fundamental (syn in αρχέγονος 3):
- αρχέτυπο ιδανικό |
- αρχέτυπες κατηγορίες του νου |
- εκτός από τις αρχέτυπες λογικές αρχές .. υπάρχουν και άλλες αρχές ή αξιώματα της επιστήμης (Theodorakop)
- ③ relating to or representing an archetype, archetypal (syn αρχετυπικός):
- καθένας γυρίζει πίσω στο αρχέτυπο προγονικό του ζώο, στο τοτέμ της φαμίλιας του (Kazantz) |
- ο μεγάλος ποιητής ερμηνεύει το θέμα του με αρχέτυπες εικόνες (Prevelakis) |
- οι λαοί, που λυτρώνονται από δουλοπαροικία απειραρίθμων αιώνων, καλλιεργούν έναν αρχέτυπο σωβινισμό (Panagiotop)
- ④ typogr printed before the sixteenth century, incunabular:
- αρχέτυπο βιβλίο |
- ο επισκέπτης έχει πολλά να προσέξει στο μικρό τούτο ίδρυμα |
- πολυάριθμες αρχέτυπες και παμπάλαιες εκδόσεις, .. ενδιαφέροντα χειρόγραφα κλ (Panagiotop)
[fr kath αρχέτυπος ← PatrG, K ἀρχέτυπος]
- ① constituting the product or model fr which copies are made, original (syn πρωτότυπος, ant έκτυπος):