Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχέγονος, επίθ.
-
- (Προκ. για το Θεό) που είναι η πρώτη αρχή:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1192).
[μτγν. επίθ. αρχέγονος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για το Θεό) που είναι η πρώτη αρχή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχέγονος -η -ο [arxéγonos] Ε5 : που είναι πολύ παλιός ή που βρίσκεται σε αρχική μορφή, σε αρχικό στάδιο: Aρχέγονοι πολιτισμοί / λαοί.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχέγονος `αρχικός, πρωταρχικός΄ σημδ. γαλλ. primitif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχέγονος, -η (& -ος), -ο [arçéγonos] (L)
- ① created first, earliest, original, pristine (syn αρχέτυπος 2a, αρχικός, πρώτος):
- πάρα πέρα συναντά ο περιπατητής τα μικροσκοπικά άγρια γαρίφαλα, αρχέγονα βουνήσια πρότυπα του καλλιεργημένου γαρίφαλου (Papatsonis) |
- πίστευαν πως το οικοδόμημα παρίστανε το αρχέγονο Eρέχθειο (Brouskari) |
- οι πρώτοι Ίωνες φιλόσοφοι παρουσιάζουνε .. μια βαθμίδα αρχέγονου φιλοσοφικού στοχασμού, μια πρώτη και απροϋπόθετη ρίζα (Lambridi)
- ② existing at the beginning, ancient, primordial, primeval, prehistoric (near-syn αρχαίος2 1a, προϊστορικός):
- αρχέγονο σύμπαν |
- ~άνθρωπος |
- αρχέγονοι βασιλιάδες |
- αρχέγονο άλογο, δάσος |
- ανεβάζουν από τα βάθη των αιώνων τ' αρχέγονα ξόρκια, για να υποτάξουν τα νεύρα (Kazantz) |
- η μουσική είναι η πιο αρχέγονη γλώσσα του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- δεινόσαυροι και θηρία κατοικούσαν τη γη στους αρχέγονους χρόνους (Thrylos, adapted)
- ⓐ relating to, or deriving fr, an earlier period or state, primordial, primal original, primitive (syn αρχικός, πρωταρχικός, πρωτόγονος):
- ~μύθος, συμβολισμός |
- ~βρυχηθμός, φόβος |
- ~ ινδουισμός, Xριστιανισμός |
- αρχέγονοι πρόγονοι |
- αρχέγονη αγωνία, θλίψη, κραυγή, μορφή |
- αρχέγονες καταβολές |
- αρχέγονο έθιμο, ένστικτο, κάλλος |
- ~ τρόπος λατρείας |
- αρχέγονα λαϊκά πανηγύρια |
- αρχέγονες δυνάμεις της αυτοσυντήρησης |
- μιλάει για την αρχέγονο κατάσταση των πρωτοπλάστων (Petsalis) |
- οι προχριστιανικές θρησκείες .. διατηρούν την αρχέγονη ζωντάνια τους (Panagiotop) |
- η αρχέγονη αποστολή της αττικής τραγωδίας ήταν η μίμησις των παθημάτων (Georgoulis)
- ③ primordial, primary, basic, fundamental (syn αρχέτυπος 2b, βασικός, θεμελιώδης, πρωταρχικός, πρωτογενής):
- αρχέγονη αντίληψη, έννοια, ιδέα |
- αρχέγονο ερώτημα |
- αρχέγονο μόριο |
- δείχνει τις αρχέγονες αρετές και τη βαθυτάτη σημασία των παλιών αξιών (Melas) |
- οι λέξεις αναζητούν το αρχέγονο νόημά τους (Chatzinis) |
- ο αριθμός αποτελεί την αρχέγονη φύση όλων των όντων, το θεμέλιο κάθε πράγματος (Tatakis)
- ④ crude, primitive, rough (syn πρωτογενής, πρωτόγονος):
- ~λαός |
- αρχέγονα όπλα |
- δεν έχεις λεπτό γούστο· είσαι άνθρωπος ~, τουλάχιστο κατά την όσφρηση (Xenop) |
- είναι ικανοί να συναγωνίζονται το άγριο ζώο και να το ξεπερνούν σε αρχέγονη χτηνωδία (Panagiotop) |
- η τοπική συγκοινωνία έχασε και τα πιο αρχέγονα μέσα που χρησιμοποιούσε (Angelop)
[fr kath αρχέγονος & postmed αρχέγονος ← PatrG, K ἀρχέγονος]
- ① created first, earliest, original, pristine (syn αρχέτυπος 2a, αρχικός, πρώτος):