Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχάριος, επίθ.· αρχάρης.
-
- Πρωτόπειρος, αδέξιος:
- εγώ ευρίσκομαι εις όλα μου αρχάρης (Xρον. Mορ. P 712).
[<ουσ. αρχή + κατάλ. ‑άριος. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Πρωτόπειρος, αδέξιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχάριος -α -ο [arxários] Ε6 : που άρχισε πρόσφατα να μαθαίνει κτ.: ~ οδηγός. Φροντιστηριακά τμήματα αρχάριων μαθητών. || (επέκτ.) που είναι πρωτόπειρος, αδέξιος, πρωτάρης: ~ στον έρωτα / στην οδήγηση / στο επάγγελμα. (έκφρ.) την έπαθα σαν ~, φέρθηκα σαν άπειρος ή αδέξιος και απέτυχα. || (ως ουσ.) ο αρχάριος: Mέθοδος αγγλικής για αρχαρίους. Tμήματα αρχαρίων.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχάριος `που αρχίζει να φοιτά σε σχολείο΄ & σημδ. γαλλ. commençant, novice]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχάριος1 [arxários] ο, (L)
- beginner, novice, tyro, greenhorn, neophyte (syn αρχάρης, πρωτάρης, L δόκιμος, πρωτόπειρος):
- κάθε άλλη μέθοδος είναι ολέθρια διά τους αρχαρίους (Demetrieis) |
- τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα .. προκαλούν σύγχυση στο πνεύμα του αρχαρίου (Theodorakop) |
- το κοινό θεωρητικά θα όφειλε .. να είναι συγκαταβατικό με τους αρχάριους (Thrylos) |
- οι αμύητοι και αρχάριοι νομίζουν ότι αυτή η ποιότητα εδράζει .. στις λέξεις (Papanoutsos)
- ① first-year student, freshman (syn πρωτοετής):
- μπήκαμε σε μιαν αίθουσα Iατρικής Σχολής, που έδιναν εξετάσεις αρχάριοι ή τελειόφοιτοι (Charis)
- ② Gr Orthod Ch novice monk, archarios (syn L δόκιμος, νεόφυτος)
[fr postmed (Somavera) αρχάριος, substantiv. m of αρχάριος2]
- beginner, novice, tyro, greenhorn, neophyte (syn αρχάρης, πρωτάρης, L δόκιμος, πρωτόπειρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχάριος2, -α, -ο [arxários] (L)
- beginning, novice, rookie (syn L δόκιμος, πρωτόπειρος):
- ~αρχαιολόγος, ηθοποιός, παίχτης, συντάκτης |
- παιδιά αρχάρια στη γραφή |
- είναι ~στη δουλειά |
- οι αρχάριοι ποιητές υστερούν συνήθως .. στη σύνθεση του μύθου (Papanoutsos) |
- στέκονται σαν αρχάριοι φοιτητές μπροστά στη σοφία .. της επιστήμης (Panagiotop) |
- ο ~ψαράς βρίσκει .. πολύ νόστιμη τη μελιδώνα (Potamianos) |
- μου πρότεινε να μου δίνει .. τις αρχάριές του μαθήτριες να τις παρακολουθώ (Stratou)
[fr kath αρχάριος ← MG αρχάριος ← PatrG (4th c.) ἀρχάριος, der of ἀρχή w. suff -άριος]
- beginning, novice, rookie (syn L δόκιμος, πρωτόπειρος):