Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχάρια [arxária] η, (L)
- female beginner or novice (syn πρωτόπειρη):
- ούτε για να διδάσκει αρχάριες δεν την έκριναν ικανή (Xenop)
[substantiv. f of αρχάριος2]
- female beginner or novice (syn πρωτόπειρη):