Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχάγγελος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aρχάγγελος ο [arxángelos] Ο20α : (εκκλ.) α. (πληθ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων. β. καθένας από τους αγγέλους που ανήκουν στο τάγμα των Aρχαγγέλων: Ο ~ Mιχαήλ και ο ~ Γαβριήλ.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχάγγελος]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχάγγελος ο.
  • Aυτός που έχει εξουσία πάνω στους αγγέλους, ο αρχηγός των αγγέλων:
    • όλοι οι αρχάγγελοι ποιείτε ικεσίαν (Διήγ. ωραιότ. 57).
  • H λ. και ως τοπων.:
    • (Σφρ., Χρον. 408), (Πορτολ. Α 1973, 23018), (Διήγ. πανωφ. 59), (Διήγ. ωραιότ. 489).

[μτγν. ουσ. αρχάγγελος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχάγγελος1 [arxáŋɟelos] ο, (sp. also Aρχάγγελος) relig
  • archangel (syn ταξιάρχης):
    • γλυκός, φλογερός ~ |
    • ~ θανάτου |
    • σύναξη, τάγματα αρχαγγέλων |
    • ρομφαία του αρχαγγέλου |
    • ο ~ Γαβριήλ-Μιχαήλ |
    • phr ωραίος σαν ~ |
    • oath μα τον αρχάγγελο! |
    • ο ~ κρούει τις φτερούγες του (Karagatsis) |
    • ένας ήλιος περήφανος σαν ~ έπεφτε απάνω στη θάλασσα (Manglis) |
    • οι στρατιώτες ..., οδηγημένοι από την Παναγιά, είχανε γίνει αρχάγγελοι, που κυνηγούσαν τους αντίχριστους (ChZalokostas) |
    • στο κτήμα ατζηδήμου βρέθηκε παλιά εκκλησία των αρχαγγέλων (Varelas) |
    • folks. φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα (NPolitis) |
    • poem .. οι αρχάγγελοι άσπλαχνα τα ρίφια θα χωρίζουν | απ' τα πρόβατα κλ (Kazantz)

[fr postmed, MG αρχάγγελος ← PatrG, K (also pap) ἀρχάγγελος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρχάγγελος2 [arxáŋɟelos] ο, (L) geogr
  • name of city in N U.S.S.R., Arkhangelsk, Eng Archangel:
    • η εκμετάλλευση του πόλου διαδραματίζεται πολύ πιο ψηλά απ' τον περίφημο Aρχάγγελο (Athanasiadis-N, adapted)

[fr kath Aρχάγγελος ← Russ Arkhangelsk]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες