Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτυμή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρτυμή [artimí] η,
  • ① savory ingredient added to food, seasoning, dressing (syn άρτυμα 1, L καρύκευμα):
    • δεν έβαλε ~στο φαΐ
  • ② food (e.g. meat, butter etc) whose consumption is forbidden during a fast (ant νηστήσιμο)

[fr postmed (Somavera) αρτυμή, der of αρτύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες