Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοφόριο το [artofório] Ο40 : εκκλησιαστικό σκεύος τοποθετημένο επά νω στην Aγία Tράπεζα, μέσα στο οποίο φυλάγεται ο άρτος που προορίζεται για τη Θεία Ευχαριστία.
[λόγ. < μσν. αρτοφόριον (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀρτοφόριον `πανέρι για ψωμί΄]