Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοπωλείο το [artopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλιέται ή και παρασκευάζεται ψωμί.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτοπωλεῖον (αρχ. ἀρτοπώλιον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτοπωλείο [artopolío] το, (L)
- bakery
[fr kath αρτοπωλείον ← MG (Souda) αρτοπωλείον ← PatrG ἀρτοπωλεῖον, der of ἀρτοπώλης]