Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτοποιείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτοποιείο το [artopiío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου παρασκευάζεται ή και πουλιέται το ψωμί· ψωμάδικο, φούρνος.

[λόγ. αρτο- + -ποιείον (πρβ. ελνστ. ἀρτοποίειον ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτοποιείο [artopiío] το, (L)
  • shop where bread is produced and sold, bakery (syn φουρνάρικο, φούρνος, ψωμάδικο, near-syn αρτοπωλείο)

[fr kath αρτοποιείον ← PatrG ἀρτοποιεῖον 'bakery' (Vita Pachomii, Σ 79, p. 256.4)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες