Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοποιία η [artopiía] Ο25 : 1.η παρασκευή ψωμιού: Mηχανήματα αρτοποιίας. 2. το αρτοποιείο.
[λόγ. < αρχ. ἀρτοποιΐα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτοποιία [artopiía] η, (L)
- process or profession of bread making
[fr kath αρτοποιία ← K (also pap), AG (Aristoph.) ἀρτοποιΐα, der of ἀρτοποιός]