Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοκλασία η [artoklasía] Ο25 : (εκκλ.) ακολουθία κατά την οποία ευλογούνται, τεμαχίζονται και μοιράζονται από τον ιερέα πέντε άρτοι.
[λόγ. < μσν. αρτοκλασία < αρτο- + αρχ. κλάσ(ις) `σπάσιμο΄ -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτοκλασία η· αρτοκλασιά.
-
- (Εκκλ.) η θρησκευτική τελετή κατά την οποία ευλογούνται πέντε άρτοι, οίνος και έλαιον:
- ποιούν αρτοκλασιάν τῃ εικοστῄ ενάτῃ του Iουνίου (Παϊσ., Iστ. Σινά 1289).
[<ουσ. άρτος + κλάσις. H λ. το 15. αι. (LBG) και σήμ.]
- (Εκκλ.) η θρησκευτική τελετή κατά την οποία ευλογούνται πέντε άρτοι, οίνος και έλαιον:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτοκλασία [artoklasía] η, (L) Christ relig
- ① ceremony of breaking and consecrating the Eucharist (syn αρτοπλασία):
- θα ψαλεί εσπερινός με ~ |
- μόλις ήρθε η στιγμή της αρτοκλασίας .. έβρεξε επάνω τους η χάρη (Papatsonis)
- ② loaves of bread brought to church and blessed by the priest during the service, altar bread, oblation (syn άρτος 2a, λειτουργικά, πεντάρτι, πρόσφορο)
[fr kath αρτοκλασία ← postmed ← MG (Du Cange) & αρτοκλασιά, cpd w. -κλασία (: κλάω); cf MG (Tzetzes) αρτόκλασμα 'morsel of bread' and NT (Luke 24:35) κλάσις τοῦ ἄρτου]
- ① ceremony of breaking and consecrating the Eucharist (syn αρτοπλασία):